Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013

Θεϊκή αποκάλυψη στον πολυθεϊσμό και στον μονοθεϊσμό. Δράση, Λόγος και συνέχεια.

Περί Αποκαλύψεων
 Υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις λέξεων, στις οποίες μια συγκεκριμένη έννοια τους, λόγω κάποιων ιδιαίτερων συνθηκών, επικρατεί τόσο των άλλων ώστε τελικά όχι μόνο να ταυτίζεται με αυτήν αλλά και να αποτρέπει σε κάποιο βαθμό τις άλλες χρήσεις τις οποίες θα μπορούσε να έχει. Ένα πολύ καλό παράδειγμα τέτοιας λέξης είναι η αποκάλυψη. Ενώ γενικά σημαίνει την πράξη του να εμφανίζει κάποιος κάτι κρυμμένο, στην θεολογία όπου και γράφεται με κεφαλαίο γράμμα ταυτίζεται με την θεϊκή Αποκάλυψη των μονοθεϊστικών θρησκειών. Η Αποκάλυψη του Γιαχβέ είναι μάλιστα  τόσο σημαντικό και ουσιαστικό χαρακτηριστικό για τις τρεις βασικές εκφράσεις του μονοθεϊσμού (Ιουδαϊσμό, Ισλάμ, Χριστιανισμό) που συχνά χαρακτηρίζονται ως οι Αποκαλυπτικές θρησκείες. 

Η Αποκάλυψη στον μονοθεϊσμό
Προσπαθώντας να δούμε από πού ξεκινάει αυτό, εύκολα διακρίνουμε το χαρακτηριστικό της εξωκοσμικότητας του μονοθεϊστικού θεού. Ως τέτοιος δεν είναι «κανονικά» προσβάσιμος από τους ανθρώπους επομένως σε εξαιρετικές περιπτώσεις αποκαλύπτετε σε κάποιους εκλεκτούς (αλλιώς δεν θα τον γνωρίζαμε κάν). Ταυτόχρονα, ίσως για τον ίδιο λόγο της εξωκοσμικότητας του, η πράξη της αποκάλυψης ανήκει αποκλειστικά σε αυτόν και δεν σχετίζεται καθόλου με τους πιστούς τους, δηλαδή δεν είναι μια κίνηση από αυτούς προς αυτόν, μια προσπάθεια με διάφορα μέσα να τον αποκαλύψουν, αλλά μια επιλογή δική του σε ποιους πότε και γιατί θα αποκαλυφθεί. Έτσι η ίδια του η ύπαρξη καθίσταται άρρηκτα συνδεδεμένη με την πράξη της αποκάλυψης. Καθώς μάλιστα δεν υπάρχει μια τεχνική ή μέθοδος ή κάποιοι κανόνες με τους οποίους οι πιστοί θα μπορούσαν να προσπαθήσουν να τον αποκαλύψουν από την μεριά τους, η γνώση για την ύπαρξη του βασίζεται αποκλειστικά στους εκλεκτούς στους οποίους έχει αποκαλυφθεί. 

Ίσως να περιμέναμε, εφ’ όσον η πράξη επαφίεται αποκλειστικά στον θεό του μονοθεισμού να αποκαλυπτόταν συχνά ώστε να μπορούν οι πιστοί του να τον γνωρίσουν. Αντιθέτως, οι αποκαλυπτικές του πράξεις είναι ελάχιστες, μοναδικές όπως και αυτός. Εκτός αυτού ακολουθούν μια προδιαγραμμένη πορεία η οποία προϊδεάζει για τις διαθέσεις του. Εμφανίστηκε στον Μωυσή για να του δώσει τις εντολές (ή έτσι είπε ο Μωυσής), σε κάποιους σημαντικούς μυθικούς ιουδαίους (ή έτσι μας λέει η βίβλος), σε κάποιους προφήτες και τελευταία φορά μέσω του Υιού του Τζεσουά. Μετά τον Ιησού των χριστιανών (διαφωνούν και οι Εβραίοι και οι Ισλαμιστές) δεν υπάρχει κανείς άλλος προφήτης και αναμένεται να ξανα-αποκαλυφθεί στην Δευτέρα παρουσία όποτε αυτή γίνει.  Έτσι αυτά τα τρία ας πούμε σημεία στον γραμμικό χρόνο (ο νόμος, ο υιός και η τελική κρίση) ορίζουν την θεία αποκάλυψη άπαξ και δια παντός.

Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι η «αυθεντική» (για το μονοθεϊστικό δόγμα) αποκαλυπτική γνώση για τον θεό να δίνεται πάντα από δεύτερο χέρι εν αναμονή της τελικής που θα «δουν» όλοι. Δεν υπάρχει άμεση επαφή παρά μόνο μέσα από τον νόμο, το βιβλίο, τους εκλεκτούς κτλ. Μάλιστα επειδή όπως είπαμε η ύπαρξη του όλη βασίζεται στην αποκάλυψη γρήγορα στην ιστορία αυτών των θρησκειών – και θα εστιάσω στον χριστιανισμό- κανονικοποιήθηκε και η συνέχεια της γνώσης για αυτόν. Χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη τα πολιτικές και άλλες συνθήκες οι οποίες σίγουρα έπαιξαν τον ρόλο τους, βλέπουμε πως η όλη ιεραρχική δόμηση πχ της εκκλησίας βασίζεται στην διατήρηση της συνέχειας των αποστολικών θρόνων (τους οποίους ίδρυσαν οι απόστολοι, δηλαδή το δεύτερο χέρι, της δεύτερης επαφής, με την δευτέρου τύπου αποκάλυψη), την διατήρηση του απαράλλαχτου του νόμου (παρά του ότι ακόμα και την εποχή που δόθηκε σε σχέση με άλλους πολιτισμούς θα χαρακτηρίζονταν το λιγότερο παιδιάστικος), την διατήρηση του βιβλίου (γι’ αυτό επίσης οι συγκεκριμένες θρησκείες ονομάζονται και θρησκείες του βιβλίου, Τορά, Βίβλος, Κοράνι). Οι πιστοί λοιπόν πρέπει να επαφίενται στην ιεραρχική δομή και στα παραδεδομένα/αποκαλυμμένα από δεύτερο χέρι ελπίζοντας πως κάποια στιγμή, κατά την τρίτη όπως είπαμε μοναδική στιγμή, θα συμμετέχουν και αυτοί της αποκάλυψης. Βασίζονται στον Λόγο και στον λόγο τρίτων.

Αποκαλύψεις στον πολυθεϊσμό
Επιστρέφοντας τώρα στον αρχικό προβληματισμό της χρήσης της λέξης, ίσως αναρωτιόμαστε αν δεν έχουν και οι άλλες θρησκείες και δη ο πολυθεϊσμός που μας ενδιαφέρει εδώ, θεϊκή αποκάλυψη με την ευρύτερη έννοια. Αν δεχτούμε τη γνωστή ρήση του Ηράκλειτου «Φύσις κρύπτεσθαι φιλεί» αλλά και την ανθρώπινη εμπειρία τότε φυσικά και έχουν. Καθώς, όμως λόγω της ταύτισης που αναφέραμε αρχικά, την λέξη την έχουμε συνδυάσει εξολοκλήρου με τον μονοθεϊσμό καλό θα ήταν να δούμε τις διαφορές. 

Ο Θαλής μας άφησε παρακαταθήκη την άποψη πως «πάντα πλήρη θεών», χαρακτηριστικό γνώρισμα του πανθεϊσμού και του πολυθεϊσμού. Ως εκ τούτου δεν έχουμε το χαρακτηριστικό της εξωκοσμικότητας και του «Αλλου» που παρουσιάζεται στον μονοθεϊσμό και καθορίζει την έννοια της Αποκάλυψης εκεί.  Για τους πολυθεϊστές η παρουσία των θεών ανιχνεύεται παντού και αυτοί είναι προσβάσιμοι σε πολλά επίπεδα τα οποία διασταυρώνονται με το δικό μας. Καθώς, όμως, και εμείς είμαστε μέρη της φύσης και η φύση αρέσκεται στο κρυπτόν χρειάζεται και σε αυτή την περίπτωση μια πράξη για το γεγονός της αποκάλυψης. Και εδώ εισερχόμαστε στις ουσιαστικές διαφορές. 

Η πράξη της αποκάλυψης για τους πολυθεϊστές δεν είναι μοναδική ευχέρεια και καπρίτσιο των θεών, αφού αυτοί εξάλλου βρίσκονται παντού, ούτε αποκλειστικά επιλογή δική τους. Είναι επιλογή και δική μας των ανθρώπων. Ως εκ τούτου οι στιγμές της αποκάλυψης για τις πολυθεϊστικές θρησκείες δεν είναι ούτε μοναδικές, μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού, ούτε εξαντλούνται σε μια προδιαγραμμένη πορεία στον γραμμικό χρόνο. Επίσης δεν είναι μόνο έμμεσες αλλά συχνά άμεσες.  Αυτή η αμεσότητα είναι που προσδιορίζει και την κατά κυριολεξία (γιατί αντιστοίχως στον χριστιανισμό πρόκειται περί φιλολογικού  ευφημισμού ή παραβολής) αναγνώριση Φίλων θεών, θεών Γονέων, θεών Σωτήρων. 

Λογικό συνεπακόλουθο των παραπάνω, εκτός της αμεσότητας, είναι η ποικιλομορφία των μεθόδων της αποκάλυψης στις πολυθεϊστικές θρησκείες. Καθώς οι άνθρωποι διαφέρουν (όπως επίσης και οι θεοί), υπάρχουν και πολλές πρακτικές αποκάλυψης, τόσα μονοπάτια όσοι και άνθρωποι απαντάει ο πολυθεϊσμός. Επιπροσθέτως δεν βρίσκουμε εδώ την πίστη στον λόγο αλλά την πράξη και το δρώμενο. Από την μία, οι θεοί αποκαλύπτονται μέσω των δικών μας πράξεων και πρακτικών (το να είμαστε «ανοιχτοί» σε αυτούς θα έλεγα πως είναι η πρώτη πράξη)  και από την άλλη όταν υπάρχει δια μεταβίβασης μια μέθοδος αυτή είναι δρώμενο και όχι λόγος. Δεν είναι δηλαδή μια γνώση από δεύτερο, τρίτο χέρι αλλά εξίσου άμεση η οποία απλά πραγματοποιείται μέσω της καθοδήγησης κάποιου που προηγείται στο μονοπάτι, όπως για παράδειγμα στα μυστήρια (μια τέτοιου τύπου εξάλλου καθολική όμως καθοδήγηση είναι η ίδια η παράδοση και οι πρακτικές της). Ο επόπτης, ο ήδη μυημένος δεν μεταφέρει απλά το «γεγονός» μιας κάποιας, κάποτε, θείας αποκάλυψης στον μυούμενο αλλά τον οδηγεί στο να βιώσει και αυτός την ίδια αποκάλυψη. Και αυτή η βοήθεια δεν είναι καν χαρακτηριστική, πόσο μάλλον απαραίτητη για την θεϊκή αποκάλυψη στον πολυθεϊσμό. Για τους ίδιους λόγους, οι πολυθεϊστές δεν βασίζονται σε ένα βιβλίο, ούτε σε μια ιεραρχία όπως αυτή που περιγράψαμε παραπάνω. Τελικά επειδή η αποκάλυψη των θεών στον πολυθεϊσμό δεν είναι ούτε κάτι σπάνιο, ούτε κάτι μοναδικό, ούτε ζήτημα καλής πίστης αλλά πράξης,  κοινό κτήμα και δεδομένο δηλαδή, δεν δίνεται σε αυτήν τόση σημασία (παρ’ ότι αντιθέτως θα λέγαμε οτί σε αυτόν είναι που συμβαίνει χαρακτηριστικά), οπότε και καταλήγουμε δια της αδιαφορίας στο σύνηθες να «Βλέπουμε» ως «αποκαλυπτικό» τον μονοθεισμό που λόγω έλλειψης η λέξη λαμβάνει δυσανάλογες με την πραγματικότητα διαστάσεις.

Αλήθεια και επιβίωση
Ένα ακόμα ουσιαστικότερο ζήτημα μπορεί να προκύψει όταν κοιτάξουμε τα συνεπακόλουθα των παραπάνω διαφοροποιήσεων στην αντίληψη και την πραγματικότητα της κάθε θρησκείας. 

Πρώτον αν θέλαμε να αναφερθούμε στο ζήτημα της «Αλήθειας», μάλλον θα ήταν λογικότερο να την διακρίνουμε στις περιπτώσεις όπου αυτή είναι προσβάσιμη σε όλους αντί για μερικούς, εκεί όπου κατακτάται με δικές μας δυνάμεις και εκεί όπου η επιλογή για να διακριθεί ορίζεται από τις πράξεις (μας) και όχι από τον λόγο (των άλλων). Δεν υπάρχει εξάλλου καλύτερη απόδειξη τούτου από την ομοιότητα των πολυθειστικών απόψεων, ανεξαρτήτως τόπου, χρόνου και φυλής (εφ’ όσον βέβαια διακρίνουμε μέσα από τα κοινωνικά, πολιτικά, γεωγραφικά κ.α πέπλα). Αντιθέτως η μοναδικότητα της μονοθεϊστικής άποψης θα έπρεπε κατ’ ευθείαν να μας προϊδεάζει για το ποσοστό αλήθειας που κάποιες μοναδικές αποκαλύψεις τις οποίες γνωρίζουμε από δεύτερο (και τρίτο και τέταρτο και…) χέρι, περιέχουν.

Έπειτα τίθεται το θέμα της επιβίωσης. Αν κάτι επαφίεται στον λόγο ορισμένων περί κάποιων ιδιαίτερων αποκαλύψεων και στην αδιάσπαστη συνέχεια όλου αυτού του κατασκευάσματος τότε μόλις εκλείψει, για οποιονδήποτε λόγο η βάση στήριξης του οικοδομήματος αυτό θα πέσει, θα επιστρέψει στην σκόνη σαν να μην υπήρξε ποτέ. Εξ’ ού και οι παραπάνω συνθήκες και παράγοντες πρέπει στον μονοθεισμό να είναι υπό συνεχή έλεγχο και φροντίδα. Είναι θέμα επιβίωσης (Παράδειγμα το άγχος για το χαμένο όνομα του Γιαχβέ και την μαγική αντίληψη που αυτό γεννά που αναφέραμε σε άλλο άρθρο). 

Ο πολυθεϊσμός αντιθέτως, καθώς δεν βασίζεται υπαρξιακά σε τίποτα από τα παραπάνω, παρά η αλήθεια του προκύπτει αυθορμήτως, αμέσως και οπουδήποτε, είναι ουσιαστικά Αθάνατος, (όσο αθάνατοι είναι οι θεοί και η φύση στην οποία οι άνθρωποι υπάρχουμε). Δεν μπορεί να εκλείψει, να καταστραφεί, να μην υπάρξει. Υπήρχε πάντα, δεν μπορεί να μην υπάρξει. Οπότε ουδέποτε χρειάστηκε κάποια φροντίδα ή έλεγχο, συντήρησης ή διατήρησης «του βιβλίου» ή της «συνέχειας». Απόδειξη πως παρά τις μεθοδευμένες και καθολικές εξοντώσεις των παγανιστικών βιβλίων, των παγανιστικών ναών, των παγανιστικών ιερατείων συνεχίζει την ύπαρξη του από τις μυθικές απαρχές μέχρι σήμερα φανερώνοντας στις ατελείωτες αποκαλύψεις του, ότι χρειάζεται να αποκαλυφθεί.

 Έχοντας αναφερθεί στα παραπάνω γενικά και έχοντας δει πως κάποιες ουσιαστικές διαφοροποιήσεις της κοσμοαντίληψης μεταξύ πολυθεϊσμού και μονοθεϊσμού διαμόρφωσαν τα δύο συστήματα, ας περάσουμε σε κάτι ειδικό και επίκαιρο το οποίο αποκτά μεγάλο ενδιαφέρον υπό το πρίσμα των ανωτέρω. 

Προς αναζήτηση της "συνέχειας"
Υπάρχει τα τελευταία χρόνια σε αρκετούς κύκλους εθνικών της Ελλάδας ένα άγχος «απόδειξης» μια τέτοιας αδιάσπαστης ιστορικής συνέχειας του Ελληνικού πολυθεϊσμού σαν να πιστεύουν δηλαδή, αντίθετα με τα παραπάνω, πως ένα σύστημα βασισμένο στην αβίαστη και πάντα προσβάσιμη αλήθεια (ή θεϊκή αποκάλυψη) μπορεί να εκλείψει. Προφανώς η επισήμανση δεν είναι για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ίσως κάποιος σκεφτεί τι ωραίο ή χρήσιμο που είναι να υπάρχει συνέχεια, αλλά όταν κάποιος θεωρήσει μια τέτοιου τύπου «συνέχεια» απαραίτητη για την ύπαρξη του πολυθεϊσμού, απαραίτητη όπως δηλαδή και στην μονοθεϊστική αντίληψη την οποία εξετάσαμε παραπάνω. Μάλιστα, η πηγή αυτής της ανάγκης ή άγχους ίσως να οφείλεται στην ίδια την χριστιανική αντίληψη η οποία ερχόμενη αντιμέτωπη ακόμη και σήμερα αναφωνεί « μα καλά εσάς δεν σας φάγαμε τόσα χρόνια πριν;» και αδυνατεί να καταλάβει, κρίνοντας εξ’ ιδίων τα αλλότρια πως γίνεται να υπάρχει πολυθεϊσμός με τα βιβλία καμένα, με τους ναούς ριγμένους στο έδαφος, με τους ιερείς σφαγιασμένους κτλ. Ίσως δηλαδή κάποιοι να προσπαθούν να απαντήσουν στην χριστιανική άποψη με την ίδια λογική, η οποία όμως δεν θα έπρεπε να έχει κανένα νόημα στους πολυθεϊστές με άμεση πρόσβαση στην αλήθεια τους και για τους οποίους η απάντηση είναι πολύ απλή: «Όσο και να κάψετε και να γκρεμίσετε και να σκοτώσετε δεν γίνεται να μην υπάρξουμε.»

Αναπαράγοντας τα άγχη του μονοθεϊσμού
Όπως και να έχει, ιστορικά και πέραν του κλασικού μονοθεϊσμού, προσωπικά διακρίνω αυτή την αντίληψη κυρίαρχη στα πνευματιστικά, μυστηριακά ρεύματα των προηγούμενων αιώνων (ακριβώς ίσως γιατί γεννήθηκαν μέσα από τον μονοθεισμό). Η ανάγκη ύπαρξης αδιάρρηκτων δεσμών προσωπικής, δηλαδή ατομικοτήτων, συνέχειας στην σκέψη των θεοσοφιστών (η κρυμμένη λευκή αδελφότητα), των διαφόρων μυστικών εταιριών κτλ είναι κάτι δεδομένο για τα ρεύματα της εποχής. Στις περισσότερες αν όχι όλες τις περιπτώσεις η ψυχωτική αυτή ανάγκη τέτοιου τύπου «συνέχειας», δημιούργησε τραγελαφικές γελοιότητες, όπως την κατασκευή σύγχρονων «αρχαίων ιερών βιβλίων», την κατασκευή μυστικών επιβιώσεων και άλλα πολλά, τα οποία όπως και στον μονοθεϊσμό βασίζονται στον λόγο. Ιδιαίτερη αξία έχει να αναφερθούμε σε μια περίπτωση παραδοσιακρατών μαθητών του Guenon η οποία δείχνει που μπορεί να φτάσει το θέμα, όταν κάποιος ξεκινά με λάθος βάση. 

Ο Guenon, πνευματικός πατέρας του ρεύματος των traditionalists, διατύπωσε μια βασική του αρχή για την Παράδοση (δεν μπορώ παρά να ανιχνεύσω τις «ασιατικές» και μονοθεϊστικές επιρροές στην διαμόρφωση αυτής της αρχής) πως για να είναι αυτή ζωντανή πρέπει να είναι μια αδιάσπαστη συνέχεια λόγου (ιερών κειμένων) και ανθρώπων (μυημένων δηλαδή σε αυτήν καθώς ως Παράδοση αναγνώριζε την  μόνο μέσω μυστηριακής μύησης σύνδεση με την θεϊκή αρχή). Παρ’ ότι γεννημένος ο ίδιος χριστιανός θεώρησε πως ο χριστιανισμός (ο καθολικισμός τον οποίο γνώριζε), είχε προ πολλού απολέσει αυτή την συνέχεια και ικανότητα σύνδεσης με το θείο, λόγω της διαπλοκής του με την πολιτική, την απομάκρυνση από τις αρχικές θρησκευτικές τάξεις κτλ. Για ψευδείς κατασκευές κατηγορούσε (όπως και όλοι οι παραδοσιοκράτες) τους θεοσοφιστές και λοιπούς ανάλογους κύκλους, παρ’’ ότι στην αντίληψη αυτή συνέχιζε στα δικά τους βήματα. Καθώς λοιπόν δεν έβρισκε στον χριστιανισμό κάτι «ζωντανό» που να μπορεί να τον συνδέσει με την «πηγή» κατέληξε πως η μόνη ζωντανή και προσβάσιμη (ή συμβατή) για τους Δυτικούς Παράδοση ήταν η παράδοση των μυστικιστών του Ισλάμ (ας θυμηθούμε τις μεγάλες σχέσεις που είχε αυτή με δικά μας ρεύματα), όπως αυτή των Σούφι την οποία και τελικά προσέγγισε μετακομίζοντας στην Αίγυπτο και ζώντας έκτοτε ως πιστός μουσουλμάνος. 

Στο πυρήνα βέβαια της σκέψης του Guenon και των traditionalists βρίσκεται και η άποψη πως όλες οι παραδόσεις αποτελούν μέρος ή διαφορετικές όψεις της Παράδοσης, οπότε η επιλογή του να ζήσει ως μουσουλμάνος δεν ήταν δεσμευτική. Άλλοι traditionalists ήταν ή έγιναν βουδιστές, άλλοι παρέμειναν καθολικοί ή ορθόδοξοι, άλλοι υπήρξαν παγανιστές, ανιμιστές κτλ. Την εποχή εκείνη όμως, όπου ήταν ακόμα αν όχι ο μοναδικός σίγουρα ο σημαντικότερος ηγέτης του κινήματος η άποψη του για τον χριστιανισμό ήταν βαρύνουσας σημασίας. Έτσι, κάποια στιγμή νομοτελειακά, δυο «μαθητές» του οι οποίοι δεν πρέπει αρέσκονταν και πολύ στην προοπτική να αφήσουν την Ευρώπη για κάποια μουσουλμανική χώρα και το Ισλάμ έδωσαν μια σίγουρη λύση στο πρόβλημα. Απλά εφηύραν ένα μυστικό μοναστικό τάγμα του καθολικισμού στο οποίο η Παράδοση ήταν ζωντανή, το κατασκεύασαν και μετά από αυτό-μύηση έγιναν μέλη του. Το «τέλειο» αποτέλεσμα της προσπάθειας συνέχισης μιας λάθος λογικής (των αξιωμάτων περί Παράδοσης του Guenon) σε συνδυασμό με την προσωπική ασυνέπεια και το άγχος του λόγου και της συνέχειας τα οποία προφανώς δεν θα είχαν αν τους ήταν προσβάσιμη ή άμεση αποκάλυψη. (πηγές: Against the Modern World: Traditionalism and the Secret Intellectual History of the Twentieth Century )

Από τον Πλήθωνα μέχρι εμάς;
Επιστρέφοντας στα δικά μας τώρα, αντίστοιχα φαινόμενα κινδυνεύουν να παρατηρηθούν σε συνάρτηση με το όλο άγχος απόδειξης μια «συνέχειας» του σύγχρονου πολυθεϊσμού από τις πηγές μέσω του Πλήθωνα και του κύκλου του, των μυστικών εταιριών της αναγέννησης ή αυτής που αναφέρει ο Σάθας στην «μεσαιωνική βιβλιοθήκη» του κτλ (Πρώτη έναυσμα στους κύκλους των εθνικών για αυτή την αναζήτηση ήταν αυτό το άρθρο απ΄όσο γνωρίζω). Το όλο κλίμα δίνει το αφιέρωμα στο πρόσφατο (τ. 158, 14 Δεκεμβρίου 2013) πάρα πολύ καλό τεύχος του περιοδικού «Φαινόμενα», όπου αρκετές σελίδες αφιερώνονται στο ζήτημα. 





Ανάμεσα σε αυτές βρίσκεται η εξαιρετική συνέντευξη του καθηγητή Νικήτα Σινιόσογλου, από τους πλέον ειδικούς στο ζήτημα καθώς σχετικά πρόσφατα κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με τίτλο «Ριζοσπαστικός Πλατωνισμός στο Βυζάντιο: Διαφωτισμός και Ουτοπία στον Γεώργιο Γεμιστό Πλήθων» (Radical Platonism in Byzantium: Illumination and Utopia in Gemistos Plethon (Cambridge Classical Studies) ) στο οποίο μελετάται αυτή ακριβώς η «επιβίωση» των παγανιστικών (νεοπλατωνικών)  ιδεών μέσα στο Βυζάντιο μέχρι τον Πλήθωνα. Καθώς λοιπόν το όλο έργο ασχολείται με το θέμα των επιβιώσεων και μάλιστα ο συγγραφέας σημειώνει το πόσο καλοί ήταν οι τότε χριστιανοί θεολογούντες στο να διακρίνουν τις κεκαλυμμένες παγανιστικές απόψεις από τις ουσιαστικές τους διαφοροποιήσεις με τον «ορθό» χριστιανισμό (όπως εμείς προσπαθούμε να διακρίνουμε και στο παρόν),
«Αυτό άλλωστε υποστήριζαν οι Βυζαντινοί θεολόγοι που κατηγορούσαν τους φιλοσόφους επ’ ελληνισμώ δηλαδή ότι αναβίωναν τον παγανισμό. Φιλοσοφικά  μιλώντας, είχαν απόλυτο δίκιο. Απόψεις υπέρ το δέον ανθρωποκεντρικές, όσες δηλαδή επενδύουν τόσο στις ανθρώπινες δυνατότητες, ώστε να παρακάμπτουν τον αποκαλυπτικό λόγο και την ορθοδοξία συλλήβδην, επανασυνέδεαν τους Βυζαντινούς με μια συζήτηση που υποτίθεται πως είχε οριστικά κλείσει από τότε που οι Πατέρες της ύστερης αρχαιότητας «κατατρόπωναν» τους Εθνικούς.»
με χαροποίησε πάρα πολύ μια απάντηση του στην προφανή ερώτηση του συντάκτη του περιοδικού (συγχαρητήρια για την συνέντευξη) περί της πιθανότητας μια επιβίωσης μέσω κρυφών αδελφοτήτων κτλ από τον Πλήθωνα μέχρι τις ημέρες μας. Χωρίς λοιπόν ο συγγραφέας να αποκλείει τέτοιες επιβιώσεις (παρ’ ότι τις θεωρεί μάλλον αβάσιμες) λέει το αυτονόητο απηχώντας την ίδια την παγανιστική αντίληψη που εξετάζει 
Ερ: Υπήρξαν συνεχιστές των ιδεών του Πλήθωνα μέχρι και την Ελληνική επανάσταση;
Απ: Ο Πλήθωνας είχε μαθητές που διέφυγαν στην Ιταλία, Όμως είναι παρακινδυνευμένο να συσχετίζονται με ιταλικές μυστικές εταιρίες, μολονότι αυτή είναι η άποψη του F.Masai. Ακόμη και ο συσχετισμς του πλατωνισμού του Πλήθωνα με την Ακαδημία ττης Φλωρεντίας και τον Φιτσίνο είναι σκοτεινό σημείο. Από την άλλη οι ιδέες ενδέχεται να επιβιώνουν με τρόπους ασυμπτωτικούς και ασυνείδητους κι ωστόσο να ανάγονται σε ένα κοινό ή αρχετυπικό πρότυπο
και παρακάτω για τον Καϊρη
[…]εντάσσει πολλά στοιχεία της αρχαίας κοσμοαντίληψης στην διδασκαλία του…ενώ ή αίρεση της θεοσέβειας, την οποία οργανώνει στην Άνδρο αργότερα, απηχεί την πεποίθηση πως ένας ελληνικός τρόπος ύπαρξης παρέμεινε ζωντανός μέσα από την παράδοση. Η «ιερή αλήθεια» που αναζητά είναι εκδοχή της «ελληνικής θεοσοφίας» που συναντάμε ήδη στον Πρόκλο, μιας υπερομολογιακής άποψης για τις δυνατότητες του ανθρώπου και τον κόσμο.
Και αν όπως λέει ο καθηγητής για την θεωρία του Σάθα στην οποία βασίζονται οι σύγχρονες αναζητήσεις περί «συνέχειας»: 
Είναι αδύνατον να πείσει κανείς την ακαδημαϊκή κοινότητα πως μια αλυσίδα δασκάλων και μαθητών ή κρυφών οργανώσεων διέσωσε και μετάφερε από γενιά σε γενιά τον πυρήνα μιας κοσμοαντίληψης ριζικά διαφορετικής από αυτήν που τελικά επικράτησε – ωστόσο ένας τέτοιος πυρήνας επιβίωσε ιδεοτυπικά μέσα από πρόσωπα που ενδεχομένως να μην σχετίζονταν, ενώ σχετίζονταν οι ιδέες και αναζητήσεις τους, μέσα δηλαδή από εκλεκτικές συγγένειες που υπερβαίνουν την περιοδόλόγηση
Εμείς έχοντας εξετάσει όλα τα παραπάνω νομίζω πως έχουμε την μη ακαδημαϊκή απάντηση (η οποία δεν χρειάζεται να υποπέσει και σε σφάλματα ή χριστιανικού τύπου γραμμικότητα) για το πως γίνεται άνθρωποι που δεν σχετίζονται να ανακαλύπτουν ή να μεταφέρουν τις ίδιες ιδέες και απόψεις η με δικά μας λόγια τι σημαίνει για έναν πολυθεϊστή  επιβίωση ιδεών με ασυμπτωτικό τρόπο, αρχετυπικά και άλλα τέτοια "δύσκολα". Η απάντηση είναι πολύ απλή

Κοιτώντας ειλικρινώς και με τις δικές μας δυνάμεις καταλήγουμε στην ίδια Αλήθεια απ’ όπου  και αν ξεκινήσουμε. Γιατί απλά η αποκάλυψη των θεών στον πολυθεϊσμό είναι αβίαστη, άμεση, συνεχής και Αθάνατη. Δεν στηρίζεται στον λόγο και σε κανενός τύπου «συνέχεια» για να υπάρξει σαν να ήταν κατασκεύασμα.

Αν υπάρχει κάποια συνέχεια πολύ ωραία έχει ενδιαφέρον και ψυχολογικά ίσως μας βοηθάει. Ουσιαστικά, όμως δεν λέει και τίποτα. Τίποτα δεν χάθηκε που να μην υπάρχει για να το βρούμε. Επίσης δεν έχουμε και να φοβόμαστε μην χαθεί κάτι για πάντα αν ένας κρίκος οποιασδήποτε αλυσίδας σπάσει. Υπάρχουν άπειρες που μας ενώνουν με το μέγα πλήθος των θεών.