Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2018

Ελληνικά και κατάλληλα ονόματα για σκυλιά.



Όπως είναι γνωστό στους περισσότερους, η σχέση των ανθρώπων με τους σκύλους χάνεται στα βάθη της προϊστορίας, καθώς ο πιστός φίλος και φύλακας του άτριχου πίθηκου είναι από τα πρώτα ζώα - αν όχι το πρώτο - που εξημερώθηκε και ανέπτυξε μια συμβιωτική σχέση με αυτόν. Έτσι όλοι οι λαοί έχουν τις ιστορίες τους και τις αναφορές τους για αυτούς, όπως φυσικά και οι Έλληνες. Εκτός βέβαια από την καθημερινή ζωή σκύλους βρίσκουμε και στην μυθολογία-θρησκεία, όπως τον Κέρβερο ή την Λαίλαψ, αλλά και στα σημαντικότερα λογοτεχνικά μας έργα, για παράδειγμα τον φημισμένο Άργο (γρήγορος) του Οδυσσέα, κάτι που δείχνει και την σημασία που έδιναν οι πρόγονοι στους κύνες.

Kι ενώ εκείνοι συναλλάσσοντας τα λόγια τους μιλούσαν,
ένα σκυλί που ζάρωνε, σήκωσε ξαφνικά τ’ αυτιά και το κεφάλι του –
ο Άργος του καρτερικού Οδυσσέα! Tον είχε ο ίδιος
μεγαλώσει, όμως δεν πρόλαβε να τον χαρεί· πρωτύτερα
αναχώρησε να πάει στην άγια Tροία.
Tα πρώτα χρόνια οι νιούτσικοι τον έβγαζαν κυνήγι,
και κυνηγούσε αγριοκάτσικα, ζαρκάδια και λαγούς.
Mετά τον παραμέλησαν, αφότου ο κύρης του ταξίδεψε μακριά,
και σέρνονταν στην κοπριά, χυμένη σε σωρούς από τις μούλες
και τα βόδια στην αυλόθυρα μπροστά, απ’ όπου
του Οδυσσέα οι δούλοι σήκωναν κάθε τόσο να κοπρίσουν
το μέγα τέμενός του.
Εκεί τώρα σερνόταν το σκυλί, μ’ αμέτρητα τσιμπούρια ο Άργος. Μτφ. Μαρωνίτη





Ο βασικός ρόλος των σκύλων μέχρι σχετικά πρόσφατα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν εξυπηρετούσε και ώς απλή συντροφιά και παλαιότερα (ειδικά στην αστικοποιημένη ύστερη Ρώμη η βόλτα με ένα σκύλο ήταν Must), ήταν φύλακας, κυνηγός και στα κοπάδια. Αυτός ήταν και ο ρόλος τους και στην Ελλάδα μέχρι πρότινως, όπου η μοντέρνα αστική φιλοζωία αναπτύχθηκε αποκλειστικά προς την άλλη κατεύθυνση, οπότε και ο σκύλος συνήθως πια αποτελεί μια συντροφιά και ενίοτε ένα έμψυχο αντικείμενο κάλυψης των ψυχολογικών ελλειμμάτων των σύγχρονων ανθρώπων, από το να είναι υποκατάστατο παιδιού, μέχρι υποκατάστατο ελαττωματικού πέους ή γκόμενου αναλόγως της περίπτωσης, σύμβολο πλουτισμού και πρεστίζ κτλ.



Αυτή η διαφοροποίηση στην σχέση άλλαξε πολύ και τα παραδοσιακά ονόματα που δίνονταν στους σκύλους και από εκεί που συνήθως αυτά αντιπροσώπευαν ένα χαρακτηριστικό τους, ο κανέλλος, ο μαύρος, ο τρέχας, ή ήταν αποτέλεσμα μιας μαγικής και προσωπικής ακατάληπτης για τους περισσότερους ονοματοδοσίας εκ μέρους του "αφεντικού", ο μπίρλας, ο ντιρλιρας, ο τσουφ, ο μπιριμπο κτλ, καταλήξαμε είτε στα ξενικά ρόβερ, τζακ, μπο, αζόρ και δεν συμμαζεύεται ή σχετικά προσφάτως στα "ψαγμένα ελληνικά" με αποτέλεσμα να βιάζονται όλα τα εύηχα και δισύλλαβα ονόματα των Θεών μας. Σκύλοι με όνομα Ρέα, Ήρα, Δίας αλλά και Φοίβος, Φοίβη ακούγονται καθημερινά. Λογικό από την μία καθώς είναι πιο εύηχα από τα Ααρών, Ισσάκ, Γιαχβέ και Τζεσούα και ακολουθούν την πατροπαράδοτη από τον Ξενοφώντα συνταγή αλλά εξοργιστικό για εμάς τους πολυθεϊστές από την άλλη.

Οπότε μιας και προχθές άκουσα για ακόμα μια φορά έναν συμπαθή κύριο να φωνάζει το εξίσου συμπαθές και μαυρό-καφέ λυκόσκυλο του "Φοίβο" αποφάσισα να γράψω το παρόν ώς μια ελάχιστη συμβολή στην προσπάθεια από την μία να εξυπηρετείται η ανάγκη ελληνικής ονοματοδοσίας των σκύλων μας αφού η κλασική λαική συνταγή δεν κάνει σε όλους και από την άλλη να πάψουν να χρησιμοποιούνται τα ονόματα των Θεών καθώς αυτό είναι ύβρις (όχι πως θα το καταλάβουν τα περισσότερα αφεντικά αλλά λέμε τώρα ίσως με περισσότερες επιλογές γλυτώσουμε κανά "δία" ή καμία "ήρα".




Ο Ξενοφώντας λοιπόν, έχει γράψει ένα έργο, τον κυνηγετικό, καθώς μάλλον ήταν μεγάλος οπαδός του σπόρ (όπως πολλοί στην αρχαία Ελλάδα), στο οποίο σημαντικό μέρος αφιερώνει στις αναφορές για τα σκυλιά, αφού σκυλιά και κυνήγι στην αρχαιότητα πήγαιναν μαζί. Εκεί, εκτός από πολύ καλές και πάντα ισχύουσες οδηγίες (όπως για παράδειγμα στο πως να τα επιβραβεύουμε, στο πώς να τους μιλάμε και να τα ονομάζουμε), μας δίνει και μια λίστα κατάλληλων ονομάτων (47 τον αριθμό) για τα σκυλάκια μας.

τὰ δ᾽ ὀνόματα αὐταῖς τίθεσθαι βραχέα, ἵνα εὐανάκλητα ᾖ. εἶναι δὲ χρὴ τοιάδε:
Ψυχή, Θυμός, Πόρπαξ, Στύραξ, Λογχή, Λόχος, Φρουρά, Φύλαξ, Τάξις, Ξίφων, Φόναξ, Φλέγων, Ἀλκή, Τεύχων, Ὑλεύς, Μήδας, Πόρθων, Σπέρχων, Ὀργή, Βρέμων, Ὕβρις, Θάλλων, Ῥώμη, Ἀνθεύς, Ἥβα, Γηθεύς, Χαρά, Λεύσων, Αὐγώ, Πολεύς, Βία, Στίχων, Σπουδή, Βρύας, Οἰνάς, Στέρρος, Κραύγη, Καίνων, Τύρβας, Σθένων, Αἰθήρ, Ἀκτίς, Αἰχμή, Νόης, Γνώμη, Στίβων, Ὁρμή.

Ορμή μάλιστα λέγανε και το αγαπημένο του σκυλί.


Σε αγγείο του 6ου αιώνα πκχ που απεικονίζεται σκηνή από το κυνήγι του καλυδωνίου κάπρου τους ήρωες συντροφεύουν σκυλιά των οποίων τα ονόματα αναγράφονται επίσης (άλλα 7):

Ορμένος, Μεθέπων, Εγέρτης, Κόραξ, Μάρψας, Λάβρος και Εύβολος.



Σπουδαίος κυνηγός όμως κατά την μυθολογία μας ήταν και ο Ακταίων, ο οποίος δυστυχώς δεν είχε ευχάριστο τέλος. Παρόλα αυτά είχε σύμφωνα με τους μύθους καμιά πενηνταριά σκυλιά να τον συνοδεύουν και οι αρχαίοι μυθογράφοι είπαν να μας αφήσουν μερικές εκδοχές των ονομάτων αυτών. Για παράδειγμα ο Οβίδιος στις μεταμορφώσεις του μας παραδίδει τα εξής :

Μελάμπους, Ιχνοβάτης, Παμφάγος, Δορκαίος, Ορίβασος, Νεβρόφονος, Λαίλαψ, Θήρων, Πτερέλας, Αγρή, Υλαίος, Νάπη, Ποιμενίς, Άρπυια, Λάδων, Δρομάς, Κανάχη, Στικτή, Αλκή, Λεύκων, Άσβολος, Λάκων, Αελλώ, Θους, Λυκίσκα, Άρπαλος, Μελανεύς, Λαχνή, Λάβρος, Αγρίοδος, Υλάκτωρ, Μελαγχαίτης, Θηριδάμας, Ορεσίτροφος.

Του φύτεψε και φόβο στην καρδιά — τρέχει γοργά ο γιος της Αυτονόης,
κι όπως ανοίγει βήμα απορεί πού βρήκε εντός του τέτοια γρηγοράδα.
Κατόπι που είδε μέσα στο νερό τα κέρατα και τη θωριά αλλαγμένη
έκανε να φωνάξει «συφορά!» αλλά φωνή δεν έβγαινε ανθρώπου —
αντίς για τη φωνή το μουγκρητό, και δάκρυα που κύλησαν συνάμα
σε μάγουλα αλλιώτικα· ο νους δεν ήταν πειραγμένος, μόνο τούτος.
Δεν ξέρει τώρα πού να πορευτεί, να βγει στο γυρισμό για το παλάτι
ή να λουφάξει μες στις ρεματιές; Ντροπή το ένα, τ’ άλλο τον τρομάζει.
Δεν έπαιρνε απόφαση, κι εκεί πού στέκονταν τον είδαν τα σκυλιά του,
ο Μαυροπόδης πρώτος κι ο Ιχνευτής, και δώσαν με το γάβγισμα σινιάλο —
ο Ιχνευτής που ήταν Κρητικός, κι ο Μαυροπόδης γέννημα της Σπάρτης.
Από κοντά ορμήξαν κι οι λοιποί, πιο γρήγοροι κι απ’ την πνοή του ανέμου,
Παμφάγος και Βουνίσιος και Δορκεύς, αρκαδικά ζαγάρια και οι τρεις τους
ο Σίφουνας κι ο Ζαρκαδοφονιάς, ο Θηρευτής, γιομάτος αγριάδα,
μαζί κι ο γοργοπόδης Φτερωτός, ο Αγρευτής, λαγωνικό απ’ τα πρώτα,
ο Υλαίος με το τραύμα του νωπό από τα δόντια κάπρου μανιασμένου,
η Νάπη, φύτρα λύκου ή μισή, του κοπαδιού φρουρός η Βοσκοπούλα,
η Άρπυια που έτρεχε μπροστά με ακόλουθους τα δυο της τα κουτάβια,
στα πισινά του πόδια λυγερός ο Λάδωνας από τη Σικυώνα,
Κανάκη, Αστραπή και Παρδαλή, η Τίγρη κι η Αλκή, γεροδεμένη,
ο Άσπρος, με το τρίχωμα λευκό, και ο Μουτζούρης με το σκούρο χρώμα,
ο Λάκωνας, ο πρώτος στην ορμή, και στην τρεχάλα πρώτος ο Τυφώνας,
ο Σβέλτος, η Λυκίσκη και μαζί ο γρήγορος Κυπραίος, ο αδερφός της,
ο Αρπαχτής που είχε καταμεσής στο κούτελο το μαύρο άσπρη βούλα,
η Λάχνη με την τρίχα τη δασιά, και πλάι της ο γκέκας ο Αράπης,
ο Λάβρος, όλο λύσσα, κι ο Δοντάς, που Κρητικός τους φύτεψε πατέρας
κι είχανε μάνα Λάκαινα· εκεί κι ο Αλυχτής με μια φωνή στριγγλιάρα
κι άλλα πολλά, σκυλιά κάθε λογής. Όλα μαζί την άγρα λαχταρώντας
μεσ’ από βράχια, πέτρες και γκρεμνά, στενοποριές και περασιές κλει­σμένες,
σε κακοτράχαλες, απόρευτες μεριές και σε πλαγιές αδιάβατες χυθήκαν.
Εκείνος τρέχει — θήραμα εκεί που κάποτε ο ίδιος κυνηγούσε,
πασχίζει να γλυτώσει απ’ τα σκυλιά που κάποτε τον ήξεραν αφέντη.
Θέλει να τους φωνάξει «είμαι εγώ! γνωρίστε τον αφέντη σας! Ο Ακταίων!»
το θέλει μα του λείπει η μιλιά, κι εκείνα ν’ αλυχτάνε μες στ’ αφτιά του.
Ο Μαυρομάλλης πήρε την πρωτιά και έμπηξε τα δόντια του στη ράχη,
του χύμηξε κατόπιν ο Φονιάς, στον ώμο του καρφώθηκε ο Βουνίτης.
Είχαν ξεμείνει τούτα στην αρχή, μετά πού κόψαν δρόμο μες στα όρη
αφήκαν πίσω τ’ άλλα τα σκυλιά και πρόκαναν να παύσουν τη φυγή του.
Όλο το τσούρμο τώρα είν’ εκεί κι όλα μαζί δαγκώνουν το κορμί του —
αδάγκωτη δεν έμεινε μεριά. Βογγάει αυτός· δεν έλεγες πως είναι
ανθρώπινο αυτό το βογγητό, κι ωστόσο δε βογκούσε σαν ελάφι·
στις ράχες που τις γνώριζε καλά αντιλαλούσε το παράπονό του,
πεσμένος με τα γόνατα στη γης σαν κάποιος που προσεύχονταν, ικέτης,
γυρόφερνε το βλέμμα σιωπηλά λες κι άπλωνε τα χέρια στον εχθρό του.
Κι από κοντά οι συντρόφοι με κραυγές ξεσήκωναν των ζαγαριών το τσούρμο.
Ανήξεροι τον γύρευαν παντού, ρωτούσανε «που να ’ναι ο Ακταίων;»,
κατόπι, σα να βρίσκονταν μακριά, όλοι μαζί φώναζαν το όνομά του
(τον φώναζαν και γύριζε αυτός), ώρα που βρήκε, λέγαν, για να λείψει,
τι τον κρατάει και δεν μπορεί να δει το τυχερό που είχαν στο κυνήγι;
Μακάρι να μη βρίσκονταν εκεί, από μακριά, όπως κι οι σύντροφοι του,
να έβλεπε το έργο των σκυλιών, να μη το νιώθει πάνω στο κορμί του.
Του έμπηξαν τα δόντια, από παντού τον έζωσαν ολάκερη αγέλη,
βλέπαν εικόνα ψεύτρα ελαφιού και ξέσκιζαν του αφέντη τους τα μέλη.
Χίλιες πληγές το δόλιο του κορμί, ξεψύχησε, κι έτσι τον παρατήσαν,
και τότε μόνο, λένε, η θεά εχόρτασε του γδικιωμού τη λύσσα.
Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής. Σώματα που άλλαξαν τη θωριά τους: διαδρομές στις Μεταμορφώσεις του Οβιδίου. Αθήνα: Gutenberg, 2009, σ. 134-138.

Η σύμφωνα με άλλες εκδοχές
...Τα ονόματα τεσσάρων εκ των πεντήκοντα* κυνών του ("Κόραξ, Άρπυια, Χάρων, Λυκόττας") παραδίδονται υπό του Πολυδεύκου.... έτερα δε ονόματαν κυνών τoυ Α. αναφέρονται υπό του Απολλοδώρου ως Λυγκεύς και Βαλίος, Σπαρτός, Ώμαργος και Βορής, οι οποίοι "πρώτοι γαρ μέλαν αίμα πίον σφετέροιο άνακτος"...
Πάπυρος.

έτσι στάθηκαν λοιπόν γύρω από τ' όμορφο κορμί του, σαν να 'ταν αγρίμι,
το κατασπάραξαν οι σκύλοι οι ρωμαλέοι. Πρώτη πρώτη εκεί κοντά η Άρκενα
… ύστερα απ' αυτήν τα θεριωμένα της παιδιά ο Λυκγέας και ο Βαλίος, ξακουστός στα πόδια, και ο [η] Αμάρυνθος Αυτοί που έναν έναν με το όνομά τους όλο τους εφώναζε· και πέθανε ο Ακταίωνας, γιατί το θέλησε ο Δίας. Πρώτοι ήπιαν το μαύρο αίμα του αφέντη τους Ο Σπαρτός και ο Ώμαγρος και ο γοργοπόδαρος Βορής. Και πρώτοι έφαγαν κομμάτια από τη σάρκα του Ακταίωνα και έγλειψαν το αίμα του. Αχόρταγοι κατόπιν χίμηξαν οι άλλοι πίσω τους. Ανακούφιση στους αφόρητους πόνους των ανθρώπων.(Απολλόδωρος 3.30-32)

Νομίζω μερικά ονόματα επιπλέον σε άλλη εκδοχή μας δίνει ο Νόννος στα Διονυσιακά του αλλά βαριέμαι να ψάχνω τώρα. Επίσης σίγουρα περισσότερα θα βρίσκονται σε άλλες ιστορικές κτλ φιλολογικές αναφορές όπως για παράδειγμα ο Περίτας του Αλεξάνδρου (που τόσο τον αγάπαγε - ή τόσο δούλευε τους άλλους) που έδωσε σε πόλη το όνομα του αλλά νομίζω τα παραπάνω αρκούν. Είναι μια καλή εναλακτική λίστα όχι μόνο για απευθείας ξεπατηκοτούρα αλλά και για έμπνευση προς τους μέλλοντες αστούς σκυλόφιλους την ώρα που θα σκέφτονται να ονομάσουν άλλο ένα κανίς "ήρα" ή "δία" ένα pitbull. Αυτό και προσοχή γιατί την επόμενη φορά μπορεί να πετύχετε και κανά "σκύλο" ειδωλολάτρη και να σας δαγκώσει αυτός μόλις ακούσει να αποκαλείτε "φοίβο" τον σκύλο. 



Προσοχή δαγκώνει λοιπόν CAVE CANEM (και μένει ζωντανή και η επιλογή για το λιγότερο εύηχο γιαχ-βε που μοιάζει και ηχομιμητικά με σκυλίσιο. )