Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2017

Ω έλατο, ω έλατο



"Πάρτε τό θύρσο στά χέρια σας, στεφανωθείτε μέ κισσό, τολμήσετε νά γίνετε άνθρωποι τραγικοί, ετοιμαστείτε γιά μεγάλους άγώνες κι έχετε πίστη στό θεό σας, τό Διόνυσο!"

Περίπου κάθε χρόνο, τέτοια εποχή που πληθαίνουν οι ανακυκλώσεις διαφόρων άρθρων και κειμένων και μπάνερ και status γεμάτα συγκριτισμούς μεταξύ των διαφόρων εθίμων των χριστουγέννων και αρχαιοελληνικών δήθεν αντίστοιχων που μόνο σκοπό έχουν να δικαιολογήσουν την ανάγκη των περίπου πρώην χριστιανών και περίπου νυν ειδωλολατρών να συνεχίσουν να κάνουν αυτά που τους έμαθαν από κούνια, δηλαδή να στολίζουν δεντράκια, να βάζουν δώρα, να λένε "ηλιουγεννάτικα" κάλαντα και άλλα πολλά, αναγκάζομαι να ανεβάζω και εγώ διάφορα και να λέω τα αντίθετα. Πως δεν έχει σχέση η ειρεσιώνη με το δέντρο που στολίζουν, πως δεν εορτάζουμε ηλιούγεννα (αντί Χριστούγεννα) αλλά τον Ποσειδώνα, την Δήμητρα, τον Διόνυσο, πως τα περισσότερα τέτοια κείμενα αποτελούν συγκριτικές ευκολίες που απλώς αποπροσανατολίζουν καθώς στέκονται στις εξωτερικές ομοιότητες παραβλέποντας τις ουσιαστικές διαφορές (όταν δεν πρόκειται για εντελώς άσχετα πράγματα).

Τελικά με κούρασε αυτή η διαδικασία αντιπαράθεσης και καθώς ήδη από πέρσι, είτε με προτάσεις για τραπεζώματα, είτε με προτάσεις για ηλιολατρικούς ύμνους, έχω περάσει στην θετική αντιμετώπιση κινδυνεύοντας να μεταπηδήσω στο άλλο στρατόπεδο (ναι το -νιάτικο δέντρο έχει ελληνικό πρόδρομο παρά την σύγχρονη σχετικά εμφάνιση του στην Βαυαρία -φιλέλληνες και μύστες βέβαια αυτοί κάτι ξέραν), φέτος θα πάμε ένα βήμα παραπέρα και θα προτείνουμε κατ' αντιστοιχία τον στολισμό του ελληνικού διονυσιακού δέντρου (ελάτου οπότε δεν χρειάζονται ιδιαίτερες αλλαγές στο κοινωνικό-οικονομικό περιβάλλον) με οδηγό μας την πλέον μυστηριακή τραγωδία της παράδοσης μας τις Βάκχες του Ευριπίδη. Να δηλώσουμε βέβαια εξ' αρχής πως η κυριολεκτική ακολούθηση των οδηγιών ενδέχεται (ποτέ δεν ξέρεις με το νεοελληνικό σύστημα) να μας προκαλέσει μικροπροβλήματα με τον νόμο αλλά μπρός τα κάλλη τι είναι ο πόνος που λέει και ο λαός.

Για να μπούμε λίγο στο ύφος και το πνεύμα των οδηγιών μας και να καταλάβουμε πως αποδεικνύεται η ελληνικότητα του εθίμου στολισμού της ελάτης, καθώς συνήθως οι ελληνοκεντρικοί συγκριτιστές είναι λίγο πολύ άσχετοι με τα αρχαία κείμενα, να ξεκινήσουμε με μια σύντομη σύνοψη του σημείου που βρισκόμαστε στην τραγωδία.

Ο μεταμφιεσμένος σε ακόλουθο του εαυτού του Διόνυσος πείθει τον βασιλιά Πενθέα, ο οποίος θέλει να εξοντώσει τις μαινάδες - δηλαδή τις τρελαμένες από τον Θεό γυναίκες της Θήβας -, να μεταμφιεστεί και αυτός σαν μαινάδα ώστε να τις παρακολουθήσει στο βουνό την ώρα που τελούν την οργιαστική τους λατρεία. Ο Πενθέας πείθεται και μαζί με τον Διόνυσο και έναν ακόλουθο μεταβαίνουν στο βουνό και ψάχνονται πως θα μπορέσει ο βασιλιάς να κάνει τσακωτές τις "λυσσασμένες σκύλες".

                «Ξένε, από δω που σταθήκαμε,
1060 δεν φτάνω να δω τις ψευτομαινάδες∙ όμως
εκεί στο ψήλωμα, πάνω σ’ έλατο ψηλό (αρχίζει να γίνεται εμφανής η πηγή του εθίμου)
αν σκαρφαλώσω θα δω καλά, τα
αισχρά έργα των μαινάδων».
Και τότε πια βλέπω τα θαύματα που ΄κανε ο
ξένος. Αρπάζοντας απ’ την κορφή ένα
κλαδί ελάτου που έφτανε ως τον ουρανό
το έσυρε,
1065 το χαμήλωσε ως τη μαύρη γη το έφερε∙
λυγούσε αυτό σαν τόξο ή σαν τροχός
κυρτός που κυκλική τροχιά διαγράφει
καθώς ο τόρνος σημαδεύει την πορεία του∙
έτσι ως τη γη λύγιζε ο ξένος το
βουνίσιο κλαρί πιάνοντάς το με τα δυο
του χέρια, κάνοντας έργο υπεράνθρωπο (με το θαύμα καταδεικνύεται η θρησκευτική σημασία του δέντρου)
1070 Κι αφού τον Πενθέα έβαλε πάνω
στα κλώνια του έλατου, ανάμεσα απ’
τα χέρια του τ’ αφήνει ψηλά να ξαναπάει
απαλά, προσέχοντας ώστε να μην τον τινάξει.
Ορθό στον αέρα το έλατο εστάθη
τον αφέντη μου έχοντας πάνω στην κορφή του. (στην κορυφή, όπως βάζουν στα δεντράκια, πλαστικά ή αληθινά το άστρο - το δήθεν χριστιανικό)
1075 Και δεν ήταν τόσο αυτός που είδε τις μαινάδες αλλά
μάλλον οι μαινάδες αυτόν.
Και ενώ δεν είχε γίνει ακόμη καλά-καλά ορατός που κάθονταν εκεί πάνω,
ο ξένος έγινε άφαντος και φωνή απ’ τον
ουρανό ακούστηκε, του Διόνυσου
όπως συμπεράναμε, που λέει:
«Γυναίκες, σας φέρνω εκείνον που
εσάς κι εμένα και τις τελετές μου
1080 κοροϊδεύει∙ εμπρός τιμωρήστε τον».
Κι αυτά καθώς τα ΄λεγε στον ουρανό
πάνω και στη γη στηρίζει ιερής φωτιάς τη φλόγα. (να το και το άγιο φώς που εμφανίζεται ως επιστέγασμα της διαδικασίας)

Στην συνέχεια οι μαινάδες σπρωγμένες απο τον Θεό προσπαθούν να κατεβάσουν από εκεί τον Πενθέα για να τον τιμωρήσουν

               Κι ως είδαν τον αφέντη μου στο έλατο πάνω καθισμένο,
πρώτα-πρώτα αφού στάθηκαν σε βράχο όπως
σε πύργο αντικρινό άρχισαν με ορμή
να τον πετροβολούνε κι έπειτα κλωνάρια
ελάτου πάνω του εκτόξευαν σαν ακόντια.
Άλλες τους θύρσους πετούσαν
ενάντια στον Πενθέα, στόχο θλιβερό,
1100 μα δεν τον πετύχαιναν. Γιατί αυτός ο ταλαίπωρος,
παραλυμένος απ’ το φόβο,
βρισκόταν σε τέτοιο ύψος που η
προθυμία τους δεν μπορούσε να φτάσει.
Τέλος κλαδιά βελανιδιάς έσπασαν και
μ’ αυτούς τους ξύλινους λοστούς
το έλατο προσπαθούσαν να ξεριζώσουν.
1105 Κι επειδή πάλι χαμένοι πήγαιναν οι
κόποι τους, είπε η Αγαύη: «εμπρός
μαινάδες, γύρω-γύρω σταθείτε κι απ’
τον κορμό πιαστείτε, για να πιάσουμε
αυτό τ’ αγρίμι που ΄ναι εκεί ψηλά,
μην πάει και αποκαλύψει τους μυστικούς
χορούς του θεού». Κι αυτές με μύρια χέρια
το έλατο άρπαξαν και απ’ το (γι αυτό και εμείς σήμερα δεν στολίζουμε τα έλατα στο φυσικό τους περιβάλλον αλλά τα κόβουμε)
1110 έδαφος το ξεκόλλησαν∙ κι από εκεί
ψηλά που κάθονταν με μιας ο Πενθέας
γκρεμίζεται στο χώμα με αμέτρητα (το γκρέμισμα απο την κρυψώνα στην κορυφή του ελάτου είναι σημαδιακό και προετοιμάζει για τον τελικό στολισμό)
αγκομαχητά, γιατί ένιωθε πως στη
συμφορά κοντά βρισκόταν

Ακολουθούν οι σκηνές που οι μαινάδες με αρχηγό την μητέρα του Πενθέα Αγαύη επιτίθενται και ξεσκίζουν τον ιερόσυλο. Ο Πενθέας τεμαχίζεται όπως ο Ζαγρέας του οποίου αποτελεί το γήινο ομοίωμα. Τα μέλη του διασκορπίζονται αλλά:

...Όσο για το άθλιο κεφάλι, η μάνα του στα χέρια της το πήρε κι αφού στην κορυφή του θύρσου
της το έμπηξε, σ’ όλον τον Κιθαιρώνα το περιφέρει σαν να ΄ναι κεφάλι βουνίσιου λιονταριού, αφήνοντας τις αδερφές της στους θιάσους των μαινάδων. (Δηλαδή ο ουράνιος θεικός θύρσος = Έλατο +Πενθέας στην κορυφή γίνεται γήινος λατρευτικός Θύρσος, κοντάρι + κεφάλι Πενθέα.)




Το χριστουγεννιάτικο λοιπόν δέντρο υποστηρίζουμε πως είναι κλεμμένο και μεταμφιεσμένο το παραπάνω θεϊκό έργο-παράδοση. Καλούμε λοιπόν τους σύγχρονους συγκρητιστές να αφήσουν τις ξενέρωτες βλακείες με ειρεσιώνες αυτή την εποχή (τι στο καλό σχέση ο Απόλλωνας βρε στούρνοι καταχείμωνο) και να επιστρέψουν στην τήρηση των σωστών παραδεδομένων. Οι έχοντες έλατα στην αυλή τους μπορούν να τα στολίσουν δένοντας στην κορυφή τους όποιον δεν γουστάρουν και όλοι οι υπόλοιποι με περιορισμούς χώρου ή την ανάγκη εσωτερικού στολισμού, κάνουν το απλό να καρφώσουν σε ένα ελάτινο κοντάρι το κεφάλι των βέβηλων εχθρών τους. Οι πιο προνοητικοί μάλιστα μπορούν να το ταριχεύσουν ώστε το όλο σύστημα να εξυπηρετεί και τις ανάγκες λαμπάδας το Πάσχα (ή τα Αδώνια). Απαραίτητη επίσης η αλλαγή του μουσικού ρεπερτορίου με τα παρακάτω:






Βέβαια, οι πιο σκληροπυρηνικοί και προσεχτικοί αναγνώστες μπορούν να ξεπεράσουν τα χιουμοριστικά στοιχεία του παρόντος και διαβάζοντας το σε συνδυασμό με το αμέσως προηγούμενο κείμενο να προετοιμαστούν για τον φετινό Διονυσιακό κύκλο και να έρθουν αύριο να τιμήσουμε τον κισσοστεφή Θεό. 

Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2017

Ναρθηκοφόροι μεν πολλοί. Μια σύντομη ιστορία του νάρθηκα.

Ανάμεσα στον αστείρευτο πλούτο της ελληνικής θρησκευτικής παράδοσης, υπάρχει ένα κομμάτι εξαιρετικά δυσπρόσιτο, αφενός λόγω του σπαραγματικού χαρακτήρα των ευρημάτων, των επιβιώσεων κτλ και αφετέρου λόγω των πιο ειδικών και διεπιστημονικών γνώσεων που απαιτούνται (βοτανολόγοι, βιολόγοι, φιλόλογοι, κ.α) για να υπάρξουν σχετικές ειδικές μελέτες. Φυσικά αναφέρομαι στον θησαυρό των φυτών που είτε ως σύμβολα, είτε ως χρηστικά αντικείμενα, είτε ως λατρευτικά μυστηριακά βοηθήματα εμφανίζονται, παράλληλα με άλλα αντίστοιχα, πχ ζώα, να συντροφεύουν τους Θεούς και τους ανθρώπους στις μεταξύ τους επαφές και σχέσεις. Τα παραδείγματα είναι άπειρα. Από τα φυτά που εμφανίζονται στις διάφορες λατρευτικού ή θρησκευτικού χαρακτήρα εικονογραφήσεις και μύθους και σχετίζονται με συγκεκριμένους Θεούς μέχρι αυτά που λόγω των ιδιοτήτων τους, φαρμακευτικών ή άλλων, διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στην ζωή των αρχαίων, ο φυτικός κόσμος βρίσκεται παντού, αλλά συνήθως διαφεύγει της προσοχής μας. Λίγοι διαβάζοντας ένα μύθο ή άλλη αναφορά σε αρχαίο κείμενο, πόσο μάλλον παρατηρώντας μια εικονογραφία, θα σταθούν στο σιωπηλό βασίλειο των φυτών που αναδεικνύεται ανάμεσα σε όλα τα άλλα θέματα. Παρόλα αυτά, καθώς τα πράγματα που δεν γνωρίζουμε, οι υποθέσεις που κάνουμε, και άλλες πληροφορίες που δεν φανταζόμαστε καν καθώς μάλλον έχουν απολεσθεί για πάντα πλειοψηφούν, το ίδιο το πεδίο μας καλεί να καλύψουμε ένα τεράστιο κενό, όχι μόνο στο ευρύτερο γνωστικό αντικείμενο αλλά κυρίως στην βιωματική πρακτική που κρύβεται από πίσω.

Σε καλή σχετικά μοίρα, σε σχέση τουλάχιστον με πολλά άλλα φυτά, βρίσκεται ο νάρθηκας για τον οποίο θα μιλήσουμε στο παρόν. Και αυτό γιατί από την μία εμφανίζεται σε πληθώρα εικονογραφήσεων και αναφορών με αποτέλεσμα να ταυτοποιείται ως είδος και από την άλλη γιατί συμμετέχει ενεργά σε δύο τουλάχιστον σημαντικά κομμάτια της παραδοσιακής μυθολογίας και θρησκείας, τα οποία θα δούμε αφού πρώτα πούμε λίγα πράγματα για το εν λόγω φυτό.  Ο νάρθηξ λοιπόν, επιστημονική ονομασία "Φέρουλα η κοινή" είναι φυτό της οικογένειας των απιιδών δηλαδή συγγενές με το σέλινο, τον άνηθο κτλ, μόνο που μεγαλώνει σημαντικά σε μέγεθος με το κεντρικό του στέλεχος να φτάνει και τα 3-4 μέτρα.


«Ξύλον μεν εξ ινός και υγρού και ένια σαρκός• ξυλούται γαρ σκληρυνομένη, οίον εν τοις φοίνιξι και νάρθηξι και ει τι άλλο εκξυλούται».Θεόφραστος, Περί φυτών ιστορίας
Ανθίζει μέσα άνοιξης εμφανίζοντας τα χαρακτηριστικά κίτρινα μπουκέτα από τα άνθη ενώ από το καλοκαίρι μαραίνεται εντελώς και ο κορμός του γίνεται ξυλώδης. Αυτοφυές στην γεωγραφική περιοχή μας χρησιμοποιήθηκε από την αρχαιότητα και για τις φαρμακευτικές  (προσοχή όλα του τα μέρη είναι τοξικά) αλλά και για τις φυσικές του ιδιότητες.

Για παράδειγμα ο Διοσκουρίδης μας λέει. :
«Νάρθηκος χλωρού η εντεριώνη πινομένη αιμοπτυϊκούς και κοιλιακούς ωφελεί και εχιοδήκτοις δίδοται συν οίνω και τας εκ ρινών αιμορραγίας επέχει λεία εντεθείσα. Το δε σπέρμα στροφουμένους πινόμενον ωφελεί και ιδρώτας κινεί συγχριόμενον μετ’ ελαίου. Οι δε καυλοί βρωθέντες κεφαλαλγείς εισι. Ταριχεύεται δε και εις τας αλμεύσεις». Διοσκουρίδης, Περί ύλης ιατρικής 3, 77.
* Στο ενδιαφέρον Site για τα μανιτάρια μαθαίνουμε επίσης πως "Τον χειμώνα αναπτύσσεται στην βάση των ξερών βλαστών του ένα είδος πολύ νόστιμων μανιταριών, οι Αρτηκίτες «Pleurotus fuscus var. ferulae», που πολλές φορές παίρνουν μεγάλες διαστάσεις." και κρατήστε αυτή την πληροφορία για μια υποσημείωση μετά.

Ερχόμενοι τώρα στις φυσικές ιδιότητες του φυτού, η ελαστικότητα και αντοχή και ταυτόχρονα ελαφρύτητα του στελέχους του το έκανε κατάλληλο για διάφορες χρήσεις, ήδη από την αρχαιότητα, με γνωστότερη αυτή της υποστήριξης και δεσίματος τραυματισμένων-σπασμένων μελών εξού και το ακόμα σε χρήση όνομα αυτών των ιατρικών βοηθημάτων. Επίσης διαδεδομένη ήταν η χρήση του στην κατασκευή, μικρών συνήθως, ελαφρών κιβωτίων τύπου πυξίδας κτλ οπού και εκεί συχνά βρίσκουμε ταύτιση του ονόματος του φυτού με τα κατασκευαζόμενα αντικείμενα. Έτσι, "εκ του νάρθηκος" ονομάστηκε για παράδειγμα η περίφημη επιμέλεια της Ιλιάδας από τον Αριστοτέλη που κουβαλούσε μαζί του ο Αλέξανδρος μέσα σε πολύτιμο κουτί (νάρθηξ) που είχε βρεί λάφυρο κατά την διάρκεια της εκστρατείας του.

«κλέψας πυρὸς τηλέσκοπον αύγήν ἐν κοΐλῳ νάρθηκι», Ησίοδος
Θεογ.567

Στην εντεριώνη, την ουσία που περιέχει ο βλαστός του φυτού, όπως αναφέρει ο Διοσκουρίδης, οφείλεται, όμως, η γνωστότερη από τους μύθους, για να περάσουμε στην πρώτη μας θρησκευτικού ενδιαφέροντος περίπτωση, χρήση του φυτού που δεν είναι άλλη από την διατήρηση και μεταφορά του κλεμμένου πυρός από τον Προμηθέα. Μέσα σε ένα νάρθηκα τοποθέτησε ο Τιτάνας τα σπέρματα της ιερής φωτιάς ώστε να την μεταφέρει στους ανθρώπους και σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος οι άνθρωποι τελούσαν λαμπαδηδρομίες προς τιμή του. Πιθανότατα στην πρώιμη τους μορφή, ώς αναπαράσταση αυτού του μυθικού γεγονότος, οι λαμπαδηφορίες θα πρέπει να γίνονταν με νάρθηκα και όχι με πυρσούς. Γιατί πράγματι το βραδύκαυστο εσωτερικό του φυτού έχει την ικανότητα να διατηρεί αναμμένη καύτρα χωρίς αυτή να καίει και να καταστρέφει το εξωτερικό.

«ναρθηκοπλήρωτον δὲ θηρῶμαι πυρὸς πηγὴν κλοπαίαν, ἣ διδάσκαλος τέχνης πάσης βροτοῖς πέφηνε καὶ μέγας πόρος.»Αισχύλου Προμηθέας Δεσμότης 109







Κάπως έτσι, σε κάποιες ελάχιστες σχετικές απεικονίσεις, οι οποίες μάλλον αναφέρονται σε  σατυρικό δράμα σχετικό με τον Προμηθέα, βλέπουμε τον Τιτάνα να παραδίδει την φωτιά από τον νάρθηκα του σε επίσης ναρθηκοφόρους Σατύρους, οι οποίοι δείχνουν έκπληκτοι ή θαυμάζουν το δώρο χορεύοντας. (Ίσως μας θυμίζει και κάτι πιο σύγχρονο και ξένο αυτή η μετά-ναρθήκωση του ιερού πυρός). Φυσικά εδώ πρόκειται για μια φυσιοκρατική απεικόνιση του κυριολεκτικού γεγονότος που αφηγείται ο μύθος, παρόλα αυτά η εικαστική συνύπαρξη του Τιτάνα που δωρίζει το θεϊκό πυρ (ότι και αν αντιλαμβανόμαστε οτι μπορεί να είναι αυτό πέρα από την γήινη φωτιά) και των σατύρων μας επιτρέπει να αναπτύξουμε κάποιους περαιτέρω συνειρμούς και να περάσουμε και στην δεύτερη μυθική/θρησκευτική χρήση του νάρθηκα που δεν είναι άλλη από αυτή που υπαινίσσεται η παροιμιώδης φράση του τίτλου που μας παραδίδει ο Πλάτωνας.


«Εἰσί γάρ δή οἱ περί τάς τελετάς ναρθηκοφόροι μέν πολλοί Βάκχοι δέ τε παῦροι»

μας λέει λοιπόν ο Πλάτωνος στον διάλογο του "Φαίδων" στην περί ψυχής συζήτηση ενώ το όλο απόσπασμα έχει ως εξής:  

«...τό δ' ἀληθές τῷ ὄντι ᾖ κάθαρσίς τις τῶν τοιούτων πάντων, καί ἡ σωφροσύνη καί ἡ δικαιοσύνη καί ἡ ἀνδρεία καί αὐτή ἡ φρόνησις μή καθαρμός τις ᾖ. Καί κινδυνεύουσι καί οἱ τάς τελετάς ἡμῖν οὗτοι καταστήσαντες οὐ φαῦλοί τινες εἶναι, ἀλλά τῷ ὄντι πάλαι αἰνίττεσθαι ὅτι ὅς ἄν ἀμύητος καί ἀτέλεστος εἰς Ἅιδου ἀφίκηται, ἐν βορβόρῳ κείσεται, ὁ δέ κεκαθαρμένος τε καί τετελεσμένος ἐκεῖσε ἀφικόμενος μετά θεῶν οἰκήσει. Εἰσί γάρ δή, φασίν οἱ περί τάς τελετάς, ναρθηκοφόροι μέν πολλοί, βάκχοι δέ τε παῦροι· οὗτοι δ' εἰσί κατά τήν ἐμήν δόξαν οὐκ ἄλλοι ἤ οἱ πεφιλοσοφηκότες ὀρθῶς»

και αυτομάτως γίνεται εμφανής αφενός η σύνδεση των ναρθηκοφόρων με τις σημαντικές μυστηριακές τελετές των αρχαίων (Ελευσίνια, ορφικές, Διονυσιακές ;) και αφετέρου η διάκριση μεταξύ απλών ναρθηκοφόρων και όντως βακχευτών δηλαδή αυτών που έχουν επιτύχει την ένθεη μανία, την κατάληψη από τον Θεό κτλ σε θρησκευτικούς όρους παρότι ο Πλάτωνας χρησιμοποιεί την ρήση για φιλοσοφική διάκριση. 

 Βέβαια Ναρθηκοφόρος είναι ο ίδιος ο Θεός, όπως βλέπουμε όχι μόνο στις ποικίλες παραστάσεις του αλλά και πχ στον ορφικό ύμνο της Μίσιδος όπου φέρει αυτό τον τίτλο με σύνδεση πάλι τα μυστήρια και δή τα ΅Ελευσίνια:

Θεσμοφόρον καλέω ναρθηκοφόρον Διόνυσον, σπέρμα πολύμνηστον, πολυώνυμον Εὐβουλῆα,ἁγνήν εὐίερόν τε Μίσην ἄρρητον ἄνασσαν ἄρσενα καὶ θῆλυν, διφυῆ, λύσειον Ἴακχον εἴτ' ἐν Ἐλευσῖνος τέρπῃ νηῷ θυόεντι...



και αυτό για τον απλό λόγο πως από νάρθηκα φτιάχνονταν οι θύρσοι αυτό το εξαιρετικά σημαντικό αντικείμενο-σύμβολο της Βακχικής λατρείας το οποίο βλέπουμε να κρατούν οι Μαινάδες, οι ακόλουθοι Σάτυροι, οι λατρευτές και φυσικά ο ίδιος ο Θεός.

Μαινάδα με Θύρσο που εμφανίζει καθαρά το στέλεχος από νάρθηκα

Κάποιοι αιτιολογικοί μύθοι μας λένε πως η χρήση του νάρθηκα για κοντάρι του Θύρσου παραδόθηκε ως εντολή από τον ίδιο το Θεό ούτως ώστε να μην κινδυνεύουν με ατυχήματα (λόγω μικρού βάρους και σκληρότητας) οι μεθυσμένοι θιασώτες του, για τους οποίους ένα μπαστούνι-μαγκούρα από νάρθηκα ήταν η καταλληλότερη λύση για να μπορούν να στηριχτούν μέν, χωρίς να κινδυνεύουν να ανοίξουν ο ένας το κεφάλι του άλλου δε. Αυτή εξάλλου - η αντικατάσταση βαρέων κονταριών πχ- ήταν μια χρήση που μαρτυρείται και αλλού, όπως μας δείχνει η αναφορά του Ξενοφώντα στο "Κύρου παιδεία", στην οποία ο Πέρσης βασιλιάς είχε σκαρφιστεί για γυμνάσια των στρατιωτών του μια αθλοπαιδιά που βασίζονταν στην χρήση κονταριών από νάρθηκα -αντί πραγματικών δοράτων:

[17] Ἔκάλεσε δ' ἐπὶ δεῖπνον ὁ Κῦρος καὶ ὅλην ποτὲ τάξιν σὺν τῷ ταξιάρχῳ, ἰδὼν αὐτὸν τοὺς μὲν ἡμίσεις τῶν ἀνδρῶν τῆς τάξεως ἀντιτάξαντα ἑκατέρωθεν εἰς ἐμβολήν, θώρακας μὲν ἀμφοτέρους ἔχοντας καὶ γέρρα ἐν ταῖς ἀριστεραῖς, εἰς δὲ τὰς δεξιὰς νάρθηκας παχεῖς τοῖς ἡμίσεσιν ἔδωκε, τοῖς δ' ἑτέροις εἶπεν ὅτι βάλλειν δεήσοι ἀναιρουμένους ταῖς βώλοις. [18] Ἐπεὶ δὲ παρεσκευασμένοι οὕτως ἔστησαν, ἐσήμηνεν αὐτοῖς μάχεσθαι. Ἐνταῦθα δὴ οἱ μὲν ἔβαλλον ταῖς βώλοις καὶ ἔστιν οἳ ἐτύγχανον καὶ θωράκων καὶ γέρρων, οἱ δὲ καὶ μηροῦ καὶ κνημῖδος. Ἐπεὶ δὲ ὁμοῦ ἐγένοντο, οἱ τοὺς νάρθηκας ἔχοντες ἔπαιον τῶν μὲν μηρούς, τῶν δὲ χεῖρας, τῶν δὲ κνήμας, τῶν δὲ καὶ ἐπικυπτόντων ἐπὶ βώλους ἔπαιον τοὺς τραχήλους καὶ τὰ νῶτα. Τέλος δὲ τρεψάμενοι ἐδίωκον οἱ ναρθηκοφόροι παίοντες σὺν πολλῷ γέλωτι καὶ παιδιᾷ...




Βέβαια το γεγονός της ακαταλληλότητας του νάρθηκα να αξιοποιηθεί ως όπλο δεν θα μπορούσε να εμποδίσει μια τέτοια χρήση από τον ίδιο τον Θεό, ο οποίος σε διάφορες ιστορίες φέρεται να σκοτώνει αντιπάλους του με τον θύρσο του, ούτε τις μαινάδες να αποτρέπουν με κατάλληλες κινήσεις τους επιθετικούς σατύρους. Υπάρχει εξάλλου και η λέξη θυρσολόγχος που υπαινίσσεται ή την χρήση του θύρσου ως λόγχη ή την μεταμφίεση μιας λόγχης σε θύρσο, αλλά όλα αυτά (όπως και οι παλαιότερες άνευ νάρθηκα κατασκευές του Θύρσου, ή τα περί της χρήσης των κωνοφόρων κτλ) μάλλον ανήκουν σε μια γενικότερη εξέταση του Θύρσου που δεν είναι της παρούσης μιας και το άρθρο μας αφορά τον νάρθηκα. 



Συρίας δ᾽ ὡς λιβάνου καπνόν 
ὁ Βακχεὺς ἀνέχων πυρσώδη φλόγα πεύκας
ἐκ νάρθηκος ἀίσσει δρόμῳ καὶ χοροῖσιν
πλανάτας ἐρεθίζων ἰαχαῖς τ᾽ ἀναπάλλων,

Τον νάρθηκα, ο οποίος και στις δύο περιπτώσεις μας, υπόκειται σε μια διαδικασία μεταμόρφωσης από ένα απλό κούφιο ξύλο σε θεϊκό αντικείμενο είτε ικανό να περιέχει το ιερό πύρ είτε να καθίσταται - άλλου τύπου- έμπυρο (εμφανές στο παραπάνω απόσπασμα, για το οποίο πέρα από την φυσιοκρατική πάλι εικόνα ενός θύρσου με αναμμένο κουκουνάρι, πάρα πολλά μπορούν ξανά να ειπωθούν, ίσως σε άλλο άρθρο για τα κωνοφόρα) εικόνα του Θεού στην Διονυσιακή λατρεία με την προσθήκη-στεφάνωμα ενός κουκουναριού και μιας κορδέλας (ή κισσού). Η διαδικασία αυτή της μεταμόρφωσης πολύ ωραία δίνεται στους παρακάτω στίχους από τις Βάκχες του Ευριπίδη :

ὦ Σεμέλας τροφοὶ Θῆβαι, στεφανοῦσθε κισσῷ·
βρύετε βρύετε χλοήρει μίλακι καλλικάρπῳ
καὶ καταβακχιοῦσθε δρυὸς ἢ ἐλάτας κλάδοισι,
στικτῶν τ᾽ ἐνδυτὰ νεβρίδων
στέφετε λευκοτρίχων πλοκάμων μαλλοῖς·
ἀμφὶ δὲ νάρθηκας ὑβριστὰς ὁσιοῦσθ᾽·
ὐτίκα γᾶ πᾶσα χορεύσει...

Ο σημειωμένος στίχος που μας ενδιαφέρει (ενώ πιο πάνω βρίσκουμε πάλι αναφορές σε άλλα ενδιαφέροντα φυτά που σχετίζονται με τον Διόνυσο) δυστυχώς στις περισσότερες μεταφράσεις αποδίδεται σαν να πρόκειται περί απλής προστακτικής στις Βάκχες να υψώσουν ψηλά τους θύρσους τους ώστε οι ίδιες να καθαρθούν (Βέβαια για παράδειγμα στην μετάφραση του Γκαστή εδώ η απόδοση "τους βίαιους θύρσους σας σείστε ευλαβικά", συνοδεύεται από την σωστή σημείωση "Η σύνθετη διαδικασία μετατροπής του απλού νάρθηκα σε σύμβολο ιερό της λατρείας του Διονύσου (σε θύρσο) που περιγράφεται εδώ, δύσκολα αποδίδεται στα νέα ελληνικά.") . Παρότι όμως η λέξη νάρθηκας όπως είδαμε μπορεί να ταυτίζεται με τον θύρσο (ναρθηκοφόρος) νομίζω πως εδώ ο στίχος αναφέρεται στην μεταμόρφωση που υποστηρίξαμε. Δηλαδή στην διαδικασία ιεροποίησης του φυτού νάρθηκα (υβριστής, μη-όσιος) σε ένα αντικείμενο κατάλληλο για την λατρεία δηλαδή ευσεβές και όσιο. Πρόκειται για την μετουσίωση του φυτού σε Θύρσο δηλαδή πραγματική εικόνα του Θεού που συντροφεύοντας στις τελετές τους λατρευτές, μαζί με τις άλλες πρακτικές, θα επιτρέψει και την μεταμόρφωση των ίδιων από "κούφια ξύλα" σε έμπυρα, δηλαδή ένθεα όντα υπό κατάληψη-μανία. Την αυτή μεταμόρφωση υφίσταται εξάλλου αναλογικά στην τραγωδία και ο ίδιος ο Πενθέας (Και εδώ εξαιρετικά δύσκολο να αποδοθούν σωστά βγάζοντας αυτό το νόημα οι στίχοι : ἀναχορεύσωμεν Βάκχιον,ἀναβοάσωμεν ξυμφορὰν τὰν τοῦ δράκοντος Πενθέος ἐκγενέτα· ὃς τὰν θηλυγενῆ στολὰν νάρθηκά τε, πιστὸν Ἅιδαν,ἔλαβεν εὔθυρσον,ταῦρον προηγητῆρα συμφορᾶς ἔχων.) με αποκορύφωμα το τέλος του (στεφανώνει αρχικά ο ίδιος ώς ανενεργό ομοίωμα του Θεού μια ελάτη (κρύβεται) και τελικά το κεφάλι του τον Θύρσο της μητέρας του (περιφέρεται), παρέχοντας μας ως αναλογία τις δυνατότητες για χρήσιμα συμπεράσματα για τον συμβολισμό του Θύρσου κτλ.

Το ίδιο εξάλλου υπονοεί και η παροιμιώδης φράση του Πλάτωνα καθώς όλοι όσοι βακχεύουν είναι ναρθηκοφόροι, δηλαδή κρατούν θύρσους από νάρθηκα, όμως, λίγοι φαίνεται πως επιτυγχάνουν την μεταμόρφωση, την ένθεη μανία που καθιστά τους ίδιους έμπυρους (αντίστοιχα είναι η έμπυρη φύση - περιέχοντα σπέρματα- των κωνοφόρων που δρά εδώ και θα ήταν χρήσιμη ίσως μια εξέταση του πότε και ποιοι στις εικονογραφίες εμφανίζονται με θύρσους με κλειστά κουκουνάρια ή αντίθετα με ανοιχτά) ή "βάκχους". Σε αυτή την περίπτωση η παρατήρηση της χρήσης των λέξεων "νάρθηξ" μαζί με "υβριστάς" σε αντίθεση με την επακόλουθη "οσίωση" είναι απαραίτητη για να αρχίσουμε τουλάχιστον να κατανοούμε τα υψηλότερα σημεία (και τις επιμέρους πρακτικές) της λατρευτικής πράξης. Μιας λατρευτικής πράξης που μπορεί να ξεκινάει από την απλή συγκομιδή ενός στελέχους από ένα "ταπεινό φυτό", την κοινή Φέρουλα αλλά καταλήγει σε μια κατεξοχήν παραδοσιακή ιερή πράξη - όργιο - μετοχής στην θεότητα.  

Και μιας και μπαίνουμε ταχύτατα στον νέο Διονυσιακό κύκλο μπήκα και εγώ στην διαδικασία προετοιμασίας του φετινού μου Θύρσου που θα με συντροφεύσει στις σχετικές τελετές ελπίζοντας στην σχετική μεταμόρφωση του εαυτού μετά την μεταμόρφωση του κούφιου ξύλου. (πλησιάζουν και τα Φαλληφόρια να είμαστε έτοιμοι).





















* Όπως το μανιτάρι φυτρώνει κρυφά γύρω απο την ρίζα του νάρθηκα του Προμηθέα και καλεί προς εξερεύνηση του έτσι ψάξιμο χρειάζεται επίσης η αναφορά στο μαγικό φυτό του Τιτάνα που φύτρωσε από το αίμα του για το οποίο γίνεται λόγος στα Αργοναυτικά. Η παρέκβαση για να δείξω την σύνδεση πραγματικότητας, λογοτεχνικών αναφορών και το πόσο πολύ οι συγκεκριμένες διαφεύγουν συνήθως της προσοχής μας και του ενδιαφέροντος μας για μελέτη.


ἡ δὲ τέως γλαφυρῆς ἐξείλετο φωριαμοῖο
φάρμακον, ὅ ῥά τέ φασι Προμήθειον καλέεσθαι. 845
τῷ εἴ κ᾽ ἐννυχίοισιν ἀρεσσάμενος θυέεσσιν
Kούρην μουνογένειαν ἑὸν δέμας ἰκμαίνοιτο,
ἦ τ᾽ ἂν ὅγ᾽ οὔτε ῥηκτὸς ἔοι χαλκοῖο τυπῇσιν,
οὔτε κεν αἰθομένῳ πυρὶ εἰκάθοι· ἀλλὰ καὶ ἀλκῇ
λωίτερος κεῖν᾽ ἦμαρ ὁμῶς κάρτει τε πέλοιτο. 850
πρωτοφυὲς τόγ᾽ ἀνέσχε καταστάξαντος ἔραζε
αἰετοῦ ὠμηστέω κνημοῖς ἔνι Καυκασίοισιν
αἱματόεντ᾽ ἰχῶρα Προμηθῆος μογεροῖο.
τοῦ δ᾽ ἤτοι ἄνθος μὲν ὅσον πήχυιον ὕπερθεν
χροιῇ Κωρυκίῳ ἴκελον κρόκῳ ἐξεφαάνθη, 855
καυλοῖσιν διδύμοισιν ἐπήορον· ἡ δ᾽ ἐνὶ γαίῃ
σαρκὶ νεοτμήτῳ ἐναλιγκίη ἔπλετο ῥίζα.
τῆς οἵην τ᾽ ἐν ὄρεσσι κελαινὴν ἰκμάδα φηγοῦ
Κασπίῃ ἐν κόχλῳ ἀμήσατο φαρμάσσεσθαι,
ἑπτὰ μὲν ἀενάοισι λοεσσαμένη ὑδάτεσσιν, 860
ἑπτάκι δὲ Βριμὼ κουροτρόφον ἀγκαλέσασα,
Βριμὼ νυκτιπόλον, χθονίην, ἐνέροισιν ἄνασσαν,
λυγαίῃ ἐνὶ νυκτί, σὺν ὀρφναίοις φαρέεσσιν.
μυκηθμῷ δ᾽ ὑπένερθεν ἐρεμνὴ σείετο γαῖα,
ῥίζης τεμνομένης Τιτηνίδος· ἔστενε δ᾽ αὐτὸς 865
Ἰαπετοῖο πάις ὀδύνῃ πέρι θυμὸν ἀλύων.