Εκεί οπού επέρασαν … χρόνια
σαπρές ανάγκες
Στα βράχια τους τις τσάκιζαν
Οι Οδυσσείς τις βάρκες
σαπρές ανάγκες
Στα βράχια τους τις τσάκιζαν
Οι Οδυσσείς τις βάρκες
Πολύ πριν από την στιγμή αυτή που οι εφιαλτικές εκτιμήσεις ανεβάζουν την ανεργία στο 23% μέσα στο 2012, και που η Αυστραλία ετοιμάζεται να υποδεχτεί ένα νέο κύμα Ελλήνων οικονομικών μεταναστών, η Ελλάδα αιμορραγεί μετά τις αποτυχημένες επεμβάσεις των ειδημόνων χάνοντας μεγάλο μέρος του νέου, ταλαντούχου και ικανού δυναμικού της.
Στην μακραίωνη ιστορία της η φυλή αυτή, που γέννησε τον πρώτο μεγάλο και καθολικό αντιήρωα (σε αντιπαραβολή με έναν Αχιλλέα ή έναν Αίαντα) , είτε ως ισχυρός βασιλιάς με τους συντρόφους του, είτε ως καπάτσος καταφερτζής έμπορος, είτε ως ρακένδυτος ζητιάνος δημιουργός ιστορίας, είτε ως απλός καιροσκόπος , επέλεξε η αναγκάστηκε ΑΜΕΤΡΗΤΕΣ φορές να αποχωριστεί τα πάτρια εδάφη και να τα μεταφέρει αλλού, στις πιο απίθανες γωνιές της γής.
Από τις μυθικές εκστρατείες και τους πρώτους ιστορικούς αποικισμούς, από την εξάπλωση κατά την καταστροφή του αρχαίου κόσμου στην εξάπλωση κατά την καταστροφή της Πόλης έως τους πιο σύγχρονους ξενιτεμούς στο Αμέρικα, στην Γερμανία, στην Αυστραλία, στην νότια Αφρική και όπου αλλού υπάρχει έδαφος, φοράγαμε τα χίλια διαφορετικά κουστούμια του μέγα αντιήρωα της φυλής.
Και πάντα, στα χιλιάδες χρόνια και στα χιλιάδες μέρη και στους χιλιάδες διαφορετικούς ρόλους η ευχή και κατάρα του προτύπου, αυτός ο μοναδικός, ο Νόστος μας ακολουθούσε, με αποτέλεσμα ναι να φεύγουμε, συχνότατα να μεταφέρουμε, αλλά Τέλος να γυρνάμε και να ΟΛΟΚΛΗΡΩΝΟΥΜΕ.
Κάπου όμως εκεί κατά τους δύο πρώτους παγκοσμίους πολέμους, όταν θα γεννιόταν ο άλλος μεγάλος, ξένος αυτή την φορά, Οδυσσέας του Joyce, αρχίσαμε να χάνουμε την επαφή με τον γιό του Λαέρτη, τα κουστούμια και οι ρόλοι εφθάρησαν με αποτέλεσμα ο τελευταίος κύκλος της Ελληνικής αιμορραγίας να μην κλείσει για πολλούς με έναν Νοστο.
Πολύ φοβάμαι πως τώρα και για πρώτη φορά, κατά πώς οι συνθήκες δείχνουν, ενδέχεται να μπούμε στον τελευταίο τέτοιο ηρωικό κύκλο της φυλής, έναν νέο δρόμο που χάνοντας κάθε του ρίζα (δεν έμειναν και πολλά για να μεγαλώσουν με ρίζες τα δεντριά) θα αποκτήσει για πρώτη φορά την γραμμικότητα που θα απαγορεύσει κάθε επιστροφή. ΣΕ ΤΙ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΕΙ;
Σκεφτόμουν τις προάλλες αν ερχόταν, η καλύτερα μάλλον ΟΤΑΝ έρθουν οι συνθήκες και κατά πάνω μου κατασπαρακτικά τι θα κάνω, θα κάνω μια αίτηση στην πρεσβεία της Αυστραλίας, θα κοιτάξω κάτι πιο κοντά στους ισχυρούς φίλους μας Γερμανούς τι;
Την απάντηση δεν την έχω, όμως διακρίνω πως δεν έχω για αυτόν τον Χρονο και εποχή, την θέληση ούτε του αρχικού Οδυσσέα, ούτε την πιθανή γραμμικότητα του νέου, πέθανε το πρότυπο μου μαζί με τον Αίαντα χιλιάδες χρόνια πριν; Μήπως παραμείνω αδύναμος και γέρος σαν τον Εύμαιο να φροντίζω/βοηθάω τους μνηστήρες καθώς κατασπαταλούν το βιός της φυλής με μόνες τις αναμνήσεις ενός Οδυσσέα;
Το πιο πιθανό τελικά είναι να παραμείνω πίσω σαν τον πιστό Άργο, και σε κάθε ευκαιρία να προσπαθώ να δαγκώσω ΟΣΟΝ ΔΥΝΑΜΑΙ τους εκμεταλλευτές του οίκου του αφέντη μου υπομένοντας τις κλωτσιές.
Περιμένοντας 'οδυσσόμενος' την ώρα που σε 5 χρόνια, σε 10 χρόνια από τώρα, σε 20, ΣΕ ΟΣΑ, οι τελευταίοι Οδυσσείς θα επιστρέψουν. Την ώρα που το βέλος θα περάσει ξανά από τις λαβές όλων των τσεκουριών, την ώρα που όπως πρώτα θα θειαφίζουμε για να καθαρίσει ο τόπος από το μίασμα του αίματος των ΜΝΗΣΤΗΡΩΝ.
Την ίδια στιγμή έχουμε και την επιστροφή ενός άλλου λαϊκού αυτή την φορά προτύπου απόλυτα ταυτισμένου με τις τελευταίες και ατελεύτητες ΕΞΟΔΟΥΣ μας εξ’ ού και μίζερου, ανατολίτικου, κλαψιάρικου, την επιστροφή του Καζατζιδισμού.
Με την ελπίδα να μην μας κολλήσει ρετσινιά η μιζέρια βάζω ένα άλλο πιο παραδοσιακό τραγούδι της ξενιτιάς, πιο ταιριαστό για έναν Οδυσσέα στην πιο γνωστή εκδοχή του
Κινήσαν τα καράβια τα ζαγοριανά
κίνησε κι ό καλός μου να πάει στην ξενιτιά
Ούτε γράμμα μου στέλνει, ούτε αντιλογιά.
Μου στέλνει ένα μαντήλι
δώδεκα φλουριά στην άκρη
απ΄ το μαντήλι μόχι αντιλογιά.
Θέλεις κόρη μ΄ παντρέψου, θέλεις καλογριά,
θέλεις τα μαύρα βάλε και καρτέρα με.
Εδώ στον τόπο πού ‘ρθα και παντρεύτηκα
μαεστροπούλα πήρα και μπερδεύτηκα.
Μαγεύει τα καράβια και δεν έρχονται
εμάγεψε και μένα και δεν έρχομαι.
Κινώ να ‘ρθώ στο σπίτι χιόνια και βροχές
πάλι πίσω γυρίζω ήλιος ξαστεριά
κίνησε κι ό καλός μου να πάει στην ξενιτιά
Ούτε γράμμα μου στέλνει, ούτε αντιλογιά.
Μου στέλνει ένα μαντήλι
δώδεκα φλουριά στην άκρη
απ΄ το μαντήλι μόχι αντιλογιά.
Θέλεις κόρη μ΄ παντρέψου, θέλεις καλογριά,
θέλεις τα μαύρα βάλε και καρτέρα με.
Εδώ στον τόπο πού ‘ρθα και παντρεύτηκα
μαεστροπούλα πήρα και μπερδεύτηκα.
Μαγεύει τα καράβια και δεν έρχονται
εμάγεψε και μένα και δεν έρχομαι.
Κινώ να ‘ρθώ στο σπίτι χιόνια και βροχές
πάλι πίσω γυρίζω ήλιος ξαστεριά
Και στην αγαπημένη μου εκδοχή -οποσδήποτε ακούστε την - σαν καθιστικό τραγούδι εδώ με γκάιντα από τον φίλο και δάσκαλο Γιώργο Μακρή μαζί με τον Βασίλη Καρακούση (το πρώτο τραγούδι στο 5ο βίντεο, ξεκινάει μετα το 1:45 δυστυχώς όχι ολόκληρο)
Και τέλος φυσικά τον Αμάραντο