Το ακαδημαϊκό μεγαλείο του ανδρός μου έχει μείνει αξέχαστο από
ένα άρθρο του με τίτλο ‘δωδεκαθεισμός πίσω ολοταχώς’ το οποίο προ δεκαετίας
είχε δημοσιεύσει σε καθημερινή εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας όχι μόνο δρώντας ως
έμμισθο όργανο της ορθοδόξου εκκλησίας της Ελλάδος αλλά κυρίως χρησιμοποιώντας
επιχειρήματα και ορολογία τέτοια, μακράν δηλαδή από την θύραθεν παιδεία των
πανεπιστημίων στα οποία χρημάτισε μέχρι και πρύτανης προφανώς επιπλέοντας πάνω
στο γνωστό μας κατεστημένο που ζέχνει βυζαντινίλα διαπλοκή και λαμογιά όπως εξ΄
άλλου και το μεγαλύτερο μέρος της Ελληνικής κοινωνίας. Μάλιστα επειδή το άρθρο
του αυτό είχε προκαλέσει υπεραρκετές αρνητικές αντιδράσεις από αναγνώστες της εφημερίδας
είχε επανέλθει με απαντητικό κείμενο που δυστυχώς δεν βρίσκω ακόμα χειρότερο από
το πρώτο.
Εν πάση περιπτώσει για να επανέλθω, ο νέος μας υπουργός
παιδείας αφού στις πρώτες του δηλώσεις, μας είπε πως γνωρίζει όλες τις βαθμίδες
της εκπαίδευσης άρα αυτοαναγνώρισε την καταλληλότητα του για την θέση, αφού
συμφώνησε με τις ‘δημοκρατικές’ κυβερνήσεις τεχνοκρατών(sic), ε λογικό αφού σε μια τέτοια
εκταμίευσε την προσφορά του στο ελληνορθόδοξο γένος, προέβη και στην πρώτη του
επίσημη κίνηση σαν υπουργός παιδείας. Η οποία ήταν επίσκεψη στον αρχιεπίσκοπο
στο οποίο υπέβαλε υπουργικότατα τα σέβη του και την εκδούλευση του.
Σήμερα λοιπόν διάβασα ένα εξαιρετικό κείμενο απάντηση στην
επίσκεψη αυτή και τις δηλώσεις του υπουργού και βεζίρη στον ιστότοπο του Ροίδη το
οποίο σκοπεύω να αντιγράψω όλο παρακάτω αφού μεταφέρω αποκλειστικές πληροφορίες
για τις πρώτες μεταρρυθμίσεις στον χώρο της παιδείας που λίαν συντόμως θα
εισηγηθεί ο υπουργός.
Απάντηση στον ιερό υπηρέτη κ.Μπαμπινιώτη
Μέρος
1ο: Ελληνισμός και
Ορθοδοξία
Αφέντης και Δούλος
Γράμμα από το Ληξούρι: Αναγνώστης Λασκαράτος
Κύριε Ροΐδη,
Μεταφέρω δηλώσεις του κ.Μπαμπινιώτη μετά τη συνάντηση με τον αρχιεπίσκοπο Βουλιαγμένης,
Σιβιτανιδείου, «Αλληλεγγύης», Λαυρεντιάδη, Βοιωτοπεδίου, Kατάρ, Φωτοβολταϊκών
δάσους Πεντέλης κλπ κ.Γιάννη Λιάπη (romfea.gr 14.3.2012). Είναι
σαφές ότι παρά την εκκωφαντική σιωπή της Αριστεράς, δημιουργούν τεράστιο θέμα
γιατί εμφανίζουν την Παιδεία να κινδυνεύει να απομακρυνθεί από την (σε όποιο
βαθμό έστω υπάρχει) ουμανιστική ευρωπαϊκή και ελληνική παράδοση για να
τσαλαβουτήσει στα απόνερα του νοσηρού βυζαντινισμού. “…. έχω μια
βαθιά πίστη, αυτή που έχει όλος ο απλός ελληνικός λαός, …. όσοι ξέρουν την
ιστορία ο κλήρος έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην επανάσταση
μέσα από το Διαφωτισμό. … να τα ξαναπερνάμε μέσα από την
παιδεία μας …Βασικό κομμάτι του πολιτισμού μας είναι η Εκκλησία
και η Ορθόδοξη πίστη μας, ….Θα είμαι και εγώ
κοντά σας ως απλός υπηρέτης, που στην πραγματικότητα είναι η
ετυμολογία του Υπουργού».
Έτσι θεώρησε o υπηρέτης (!) του αρχιεπισκόπου,
ότι στάθηκε στο ύψος της θέσης του, επισκεπτόμενος πρώτος ως εκπρόσωπος της
κυβέρνησης τον υφιστάμενό του (που ο ίδιος τον θέλει αφεντικό του) στα κεντρικά
γραφεία της ΔΕΚΟ Εκκλησία. Της Εκκλησίας των μητροπολιτών που έκρυβαν από
ενορία σε ενορία και από επισκοπή σε επισκοπή τον καταγγελλόμενο από τους κατά
τόπους ενορίτες του ως αρχαιοκάπηλο, καταχραστή και ιερό παιδοτρίβη Θεόκλητο Ρ.
(Ζάκυνθος, Καρπενήσι, Άνδρος, Νάξος, Μενίδι). Ασφαλώς και ο υπουργός πρέπει να
είναι υπηρέτης του δημόσιου συμφέροντος, ο δε υπουργός Παιδείας να κάνει σκοπό
της ζωής του και το τελευταίο φτωχόπαιδο, τσιγγανάκι, μεταναστόπουλο που
βρίσκεται εδώ να πάει σχολειό. Καμιά ηθική βάση δεν έχει όμως η πρόθεσή του να
είναι υπηρέτης μιας Εκκλησίας βουτηγμένης από παλιά σε κακουργήματα κατά της
ανθρωπότητας και σήμερα σε οικονομικές και άλλες αμαρτίες. Του χρωστάμε κι
εμείς λοιπόν κάποια απάντηση και στα τρία σκέλη των ισχυρισμών του για την
Ορθοδοξία που τόσο ανιστόρητα εξυψώνει σε χρήσιμο παράγοντα του
Ελληνισμού, του Διαφωτισμού του και Επανάστασής του.
Το 212 μ.Χ.ο Καρακάλλας, έδωσε την ιδιότητα του
Ρωμαίου πολίτη στους λαούς της Ανατολής. Οι χριστιανοί υπήκοοι του Aνατολικού
Ρωμαϊκού Κράτους, συμπεριλαμβανόμενων των κατοίκων του ελλαδικού χώρου,
θεωρήθηκαν Ρωμαίοι και ποτέ τους δεν ονομάστηκαν Έλληνες ούτε Βυζαντινοί. Ο
δεύτερος όρος εμφανίστηκε στη Δύση έναν αιώνα μετά την άλωση. Οι πρώτοι
εκκλησιαστικοί πατέρες, χρησιμοποιούσαν τον όρο “
εθνικός” για τους
οπαδούς των αρχαίων θρησκειών, που από τον 4ο αιώνα αντικαταστάθηκε με το
αρνητικής χροιάς “
Έλληνας“, που παρέπεμπε όχι σε κάποια φυλετική
ιδιότητα, αλλά στη θρησκεία και στα ελληνικά ήθη. Από το 146 π.Χ. μέχρι το
1830, ο γεωγραφικός χώρος της σημερινής Ελλάδας ήταν διαδοχικά κομμάτι των
αυτοκρατοριών των εθνικών Ρωμαίων, των χριστιανών (Ορθόδοξων μετά το σχίσμα)
Ρωμαίων και των Οθωμανών.
Για “είκοσι περίπου
εκατονταετηρίδες έπαυσε το Ελληνικόν Έθνος να
μνημονεύεται εις την ιστορίαν ως ιστορικόν έθνος“,
όπως λέει ο Κ. Κούμας. Έχει κάποια σημασία, ως δείγμα θεώρησης του Βυζαντίου ως
εχθρικού προς τον ελληνισμό μορφώματος, πριν να επέμβει η μεγαλοϊδεατική
σκοπιμότητα, το γεγονός πως ο
αντιναύαρχος Γ. Σαχτούρης στο
ημερολόγιό του,
ονομάζει τον οθωμανικό στόλο «Βυζαντινό» [Υπ.Ναυτικών
(1825-1826): δύο έγγραφα του υπουργείου προς τους ναυάρχους της Β΄ μοίρας του
Στόλου κατά του “Βυζαντινού Εχθρικού Στόλου”, Ναύπλιο, 12 και 14 Μαΐου
1825-Αρχείο Γ.Σαχτούρη,
Ε.Λ.Ι.Α).
Ο ιστορικός Φίνλεϊ, χαιρετίζοντας τη συνταγματική Γ΄Σεπτεμβρίου, θεωρεί πως
τερμάτισε την ξένη κατοχή που διήρκεσε 2000 χρόνια. Στο ίδιο πνεύμα ο Τιμολέων
Φιλήμων, δημοσιογράφος, βουλευτής και δήμαρχος της Αθήνας, επισημαίνει: «
Μακρών
αιώνων υποδούλωσις…..υπό τα αίσχιστα και τυραννικώτατα των κυβερνητικών
συστημάτων της Ρώμης, του Βυζαντίου, των Φράγκων….και επί τέλει των Τούρκων….»
(Περ. «Παρνασσός», 4.1879). Η αυτονόητη ιστορική αλήθεια βρήκε δυστυχώς
μπροστά της, καθρέφτη παραμορφωτικό, το Σ.Ζαμπέλιο. Η προσωπικότητά του
μπορεί να φωτιστεί από τις κατηγορίες που εκτόξευσε κατά του Δ.Σολωμού, γιατί
έγραψε στην δημοτική τον Εθν.Ύμνο και γιατί στράφηκε στον γερμανικό ρομαντισμό
εγκαταλείποντας τα πάτρια. Ο ερμαφρόδιτος όρος του «
ελληνοχριστιανικού
πολιτισμού», εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1852, στην εισαγωγή συλλογής
του από μεσαιωνικά ποιήματα. Ο Πολυλάς αντιτάχθηκε σε αυτήν την θεώρηση. Ο
Ζαμπέλιος δεν δίστασε στην «
Μελέτη» του για τον μεσαιωνικό ελληνισμό,
να στήσει ολόκληρο μεταφυσικό νεφέλωμα για την ιερή αποστολή του Ελληνισμού που
ταυτίζεται με την Ορθοδοξία, η οποία φτιάχτηκε αποκλειστικά και μόνο για την
σωτηρία του, μέσω της πρόσκαιρης και εξαγνιστήριας δουλείας στους Οθωμανούς,
την οποία ετοίμασε η Θεία Πρόνοια, που προφανώς δεν είχε άλλη καλύτερη δουλειά
να κάνει από το να σταυρώνει την Ελλάδα για τη Σωτηρία της ανθρωπότητας: «…
δόγμα
θρησκευτικόν οίον το ελληνικόν, είναι όρος της του έθνους ατελευτησίας, είναι
αυτό εκείνο το έθνος. Το γένος των Γραικών ώφειλε κατά θείαν
οικονομίαν…να υποπέση υπό την Αιχμαλωσίαν, ώφειλεν εις την κολυμβήθραν της
δουλείας να βαπτισθή ίνα εξέλθη κεκαθαρισμένον….». Το παραλήρημα
και καταλήγει με θριαμβευτική αφέλεια στην ομολογία πως «
την
καθαρτήριον κολυμβήθραν (της δουλείας) η
Ορθοδοξία την ητοίμασεν». Τη σκυτάλη πήρε στα 1850, κάνοντας στροφή
από τις προηγούμενες θεωρήσεις του, ο φιλόδοξος κρατικός ιστορικός
Παπαρρηγόπουλος, που έδωσε επιστημονική επίφαση στην συνέχεια
Ελληνικότητας-Ορθοδοξίας, υποστηρίζοντας «
το μυστήριον της μετεμψυχώσεως
του Ελληνισμού από του αρχαίου εις τον νέον βίον…», παλινωδώντας στη
‘Βυζαντινή Ιστορία’ του, στην προσπάθειά του να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα,
αιχμάλωτος των εξωπραγματικών δεσμεύσεών του. Στηλιτεύει μεν τη διαφθορά του
κλήρου, την αμάθεια του λαού, την κτηνωδία των αυτοκρατόρων, το άγος της
εικονολατρίας αλλά ταυτόχρονα, επαινεί τον κλήρο, ελληνοποιεί το λαό, υμνεί
τους αυτοκράτορες και επιχαίρει για την αναστύλωση των εικόνων.
Όταν ο
Παπαρηγόπουλος το 1853 διατύπωσε τη θεωρία της συνέχειας στην ‘Ιστορία του
Ελληνικού Έθνους’, κυριαρχούσαν-ακόμη και στα σχολικά εγχειρίδια της εποχής-οι
αντιλήψεις που θεωρούσαν το ‘Βυζάντιο ως περίοδο δουλείας για το ελληνικό
έθνος’ (Κουλούρη Χ. «Ιστορία και Γεωγραφία στα Ελληνικά
Σχολεία (1834-1919), ‘Ιστ.Αρχείο Ελλην.Νεολαίας’ Γ.Γ.Ν.Γενιάς-1988, σ. 36).
Όπως επισημαίνει ο Φ.Γρηγορόβιος στη μνημειώδη «
Μεσαιωνική Ιστορία των
Αθηνών» (1889), οι Βυζαντινοί επίσημοι έβλεπαν την Ελλάδα ως τόπο εξορίας,
«
χώρον μυχαίτατον». Ο ίδιος επισημαίνει πως η Ελλάδα είχε
υποφέρει από την διοίκηση των Βυζαντινών στρατηγών και των οικονομικών
υπαλλήλων, που ήταν «
σλάβικης καταγωγής από την Θράκη και την Μακεδονία»
οι οποίοι ενδιαφέρονταν να αρπάξουν όσο περισσότερα μπορούσαν. Ο Φαναριώτης
λόγιος και υπουργός Ιακωβάκης Ρίζος Νερουλός σε διάλεξή του που δόθηκε το 1841
στην Αρχαιολογική Εταιρεία χαρακτήρισε την βυζαντινή Ιστορία "
μακροτάτη
σειρά πράξεων μωρών και αισχρών βιαιοτήτων του εις το Βυζάντιον μεταφυτευθέντος
Ρωμαϊκού Κράτους. Είναι στυλογραφία επονείδιστος της εσχάτης αθλιότητος κι
εξουθενώσεως των Ελλήνων".
Το 1976 στην Αθήνα, ο Αγιορείτης μοναχός
Νέστορας, εισέβαλλε στο Υπ. Παιδείας και συνέτριψε τα γεννητικά όργανα του
αγάλματος του Δία. Η πράξη αυτή δεν ήταν έργο ενός μεμονωμένου φανατικού, ήταν
συνεπής με την Ορθόδοξη παράδοση του υπουργείου Μπαμπινιώτη. Το μένος κατά των
ελληνικών μνημείων, εκφράζει την συμπλεγματική ψυχολογία του κατώτερου
πολιτισμού, που η συγκυριακή του δύναμη, του δίνει την ευκαιρία να συντρίψει
τον ανώτερό του. Οι "ολοοί κηφήνες εδηλήσαντο μελίσσας"
όπως γράφει ο λόγιος Έπαρχος της Κωνσταντινούπολης Κύρος ο Πανοπολίτης
(που καλούσε τις νύμφες των Πιερίων να ψάξουν μαζί του για νέα πατρίδα), ο
οποίος εξαναγκάστηκε με τη βία από την αγία αυτοκράτειρα να γίνει επίσκοπος
χωρίς να είναι χριστιανός (Παλ.Ανθ. IX, 136). To 1204 όταν η Πόλη έπεσε στους
Φράγκους, o πατριάρχης Ιωάννης Ι΄, επικεφαλής πιστών κατέστρεψε ένα άγαλμα της
Αθηνάς, κραυγάζοντας «η σκύλλα μας έφαγε» (Κ.Σάθα «Μεσ.Βιβλιοθήκη»,
τ.Ζ΄, σ.ρλε΄). Όμως ο "ογκόλιθος της Θεολογίας" κ.Γιώργος
Μεταλληνός με επιστολή του στην εφημερίδα του «Εντιμότατου» κ.Γρηγόρη
Μιχαλόπουλου "Νέοι Άνθρωποι»" (22-6-2001) εξηγεί: "Οι
Έλληνες Χριστιανοί, κυρίως στην μητροπολιτική Ελλάδα, δεν κατέστρεφαν τους
αρχαίους Ναούς, αλλά τους καθαγίαζαν και τους μετέτρεπαν σε χριστιανικούς"
(Θ.Χατζηγώγος). Με τον ίδιο τρόπο λοιπόν ο Πορθητής καθαγίασε την αγ.Σοφία.
Αλλά αυτά ωχριούν μπροστά στις διαπιστώσεις των Αγίων Πατέρων που γνωμάτευαν
πως μέσα στα ελληνικά αγάλματα ζούσαν δαίμονες (Κ.Μπαρούτας, "Βυζαντιναί
Μελέται",τ.Ζ΄)
Ω ιερά απλοϊκότης! Ο κ.Μπαμπινιώτης (με τσεμπέρι)
ρίχνει ξύλα στην πυρά των εχθρών της ορθόδοξης παράδοσης.
O πρωτοπρεσβύτερος και πολιτευτής της
ακροδεξιάς «Εθνικής Παράταξης» (Στεφ-Στεφ) καθηγητής Γιάννης Ρωμανίδης,
κορυφαίος ορθόδοξος θεολόγος, υπήρξε υπέρμαχος της χρήσης του όρου «Ρωμηός» και
όχι Έλληνας. Σε διάλεξή του στις 21-3-76 στο Μεσολόγγι, επισήμανε: «Το 1901
κυκλοφόρησε το έργο ‘Ιστορία της Ρωμηοσύνης’ του Αργύρη Εφταλιώτη. Ήταν εποχή
που τα ονόματα Ρωμηός και Ρωμηοσύνη συγκινούσαν περισσότερο,
από ότι σήμερα, τους Ρωμηούς. Αυτό γιατί τα ονόματα Έλλην και Ελληνισμός
εισαχθέντα συνταγματικώς κατά το 1822 δεν είχαν ακόμη επικρατήσει στην
συνείδηση και την χρήση του λαoύ ….Ο (καθηγητής) Γ.Σωτηριάδης
έγραψε μίαν κριτικήν κατά … του Εφταλιώτη όπου ισχυρίζετο ότι
η χρήσις των ονομάτων Ρωμιός και Ρωμιοσύνη αντί των Έλλην και
Ελληνισμός δείχνει έλλειψιν φιλοπατρίας και ότι η λέξις Ρωμιός πρέπει να
αποφευχθή διότι έχει τάχα καταφρονεμένην σημασίαν “ανθρώπου ευτελούς και
χυδαίου”. Στην συνέχεια υπογράμμισε πως ο Κωστής Παλαμάς απαντώντας στον
Σωτηριάδη ισχυρίστηκε πως λεγόμαστε: “Έλληνες, για να ρίχνουμε στάχτη στα μάτια
του κόσμου, πραγματικά, Ρωμιοί“. Μάλιστα το 1874, ο άγιος Δρύστρας
(Δορόστολο, στη Ντομπρουτζά) Διονύσιος απαιτούσε με σφοδρότητα από την ελληνική
κοινότητα της Τούλτσας, να μετονομαστεί σε «γραικική». Δύο χρόνια μετά την
περίφημη εγκύκλιο κατά του φυλετισμού, το πατριαρχείο «του Γένους» προσπαθούσε
συγκυριακά να αποβάλλει την ρετσινιά της ελληνικότητας, ενθυμούμενο πως ήταν
τάχα Οικουμενικό, για να κατευνάσει την δίκαιη οργή των παραγκωνισμένων Σλάβων
Ορθοδόξων. Όπως σημειώνει από τα 1855 ο Γάλλος M.A. Ubicini (La Turquie
Actuelle), Γραικοί δεν ονομάζονταν τότε μόνο οι ελληνικής καταγωγής αλλά όλοι
οι υπαγόμενοι στην δικαιοδοσία του πατριαρχείου. Οι Τούρκοι θεωρούσαν όλους
τους Ορθοδόξους που υπαγόντουσαν στο πατριαρχείο ως Ρουμ ορτοντόξ και σε πολλά
δημοτικά τραγούδια ο ευρύτερος ορθόδοξος χώρος καλείται Ρωμανία. Από αυτήν την
αντίληψη προήλθε και η Ρούμελη (“Ρούμ-ιλί” =χώρα των Ρωμαίων), που εκτός από
την Στερεά, εκπροσωπούσε αρχικά πολύ ευρύτερο γεωγραφικό χώρο. Η Εκκλησία σε
καμία περίπτωση δεν διαμόρφωσε (ούτε ήθελε, ούτε είχε από τη φύση που της
προσέδωσε ο ιδρυτής της τη δυνατότητα αλλά και το δικαίωμα να το κάνει),
ελληνική συνείδηση. Ούτε το γεγονός πως χρησιμοποιούσε ελληνικά στη λατρεία
επέδρασε σε κάτι, αφού και οι Σλάβοι Βλάχοι και Αλβανοί Ορθόδοξοι της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με ελληνική λειτουργία επίσης, ακόμη δε και με κατά
κανόνα ξένους, εγκάθετους του πατριαρχείου, Γραικούς (Νεοέλληνες ή έστω
ελληνόφωνους) επισκόπους, διέσωσαν εύκολα τη γλώσσα τους (την οποία εκτός από
το πατριαρχείο, για λόγους ομογενοποίησής τους κάτω από τη ράβδο του, κανείς
δεν τους πίεζε να αλλάξουν) και δημιούργησαν εθνικές συνειδήσεις. Όπως
παρατηρεί ο Π.Κονδύλης («Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας»):
“…η Εκκλησία ήταν θεσμός ξένος προς το έθνος, θεσμός πολυεθνικός….με το
έθνος δεν είχε καμία σχέση και μάλιστα έπρεπε από τη σκοπιά της να φοβάται ότι
η δημιουργία ενός εθνικού κράτους θα διασπούσε το πλήρωμά της, που ανήκε σε
περισσότερα έθνη και έτσι θα εμείωνε την επιρροή της…” . Θεωρώ ολότελα
περιττό να αναφερθώ σε κείμενα μίσους των Αγίων Πατέρων ή σε βανδαλισμούς
μνημείων και διώξεις φιλοσόφων του ελληνικού κόσμου, ακόμη και στο κλείσιμο της
Σχολής των Αθηνών. Είναι πλέον ευρύτερα γνωστά ακόμη και στον κ.Μπαμπινιώτη, ο
οποίος προσποιείται πως δεν τα ξέρει, παρ’όλο που η κρατικά έμμισθη
επιστημονική του ιδιότητα του επιβάλει και να τα ξέρει και να τα ομολογεί
δημόσια. Αυτός όμως νοσταλγεί μαζί με το μεσαιωνικό δεσπότη της αμαρτωλής
Αρχιεπισκοπής, την εποχή που ήταν «Άστοχα πράγματα και κινδυνώδη, οι
έπαινοι για των Ελλήνων τα ιδεώδη» (Καβάφης «Ιουλιανός εν Νικομηδεία).
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος
έχει απαντήσει στους Ελληνοχριστιανούς ιεροϋπηρέτες: «Δεν δύναμαι να
εννοήσω πως … είναι δυνατόν να… σας λέγουν ότι η έννοια του Ελληνισμού
ταυτίζεται προς την έννοιαν της Ορθοδοξίας, ενώ δεν υπάρχουν
ίσως δυστυχώς δυο τόσον αντίθετοι προς αλλήλους όσον είναι σήμερον η έννοια του
Ελληνισμού προς το επικρατούν μέρος της Ορθοδοξίας“. Αυτά τόνιζε
το 1906 στην Β΄ Συντακτική Συνέλευση των Κρητών και συμπλήρωνε: “..αν γίνει
παραδεκτή η θεωρία αυτή, τότε βεβαίως όσοι ευρίσκονται εις την Ελλάδα εάν
πιστεύουν άλλην θρησκείαν, τότε αυτοί δεν είναι Έλληνες“.
Ο Ιουλιανός, που οι θαυμαστές των αγριάνθρωπων
και άξεστων βυζαντινών αυτοκρατόρων αποκαλούν “αποστάτη“, ήταν ο πλέον
καλλιεργημένος με ελληνική παιδεία αυτοκράτορας, και ίσως ο μόνος με ελληνική
συνείδηση. Ελληνίδα στην καταγωγή υπήρξε η φόνισσα αυτοκράτειρα Ειρήνη η
Αθηναία η παιδοκτόνος, αλλά στην συνείδηση ήταν Ρωμαία χριστιανή φανατική, που
στο τέλος κλείστηκε σε μοναστήρι. Αθηναία ήταν και η Αθηναϊδα που υποχρεώθηκε
να βαπτιστεί χριστιανή και να ονομασθεί Ευδοκία. Οι υπόλοιποι αυτοκράτορες ήταν
Ιλλυριοί, Ίσπανοί, Ίσαυροι, Σλάβοι, Αρμένιοι, Παφλαγόνες, Φρύγες, Χάζαροι, και
οι δυό τελευταίοι Παλαιολόγοι Σέρβοι από την μητέρα τους Ελένη Δραγάτσαινα κόρη
του συμπολεμιστή του Βαγιαζίτ χωροδεσπότη Κουμάνοβου και Στρώμνιτσας
Κωνσταντίνου, που έπεσε μαχόμενος με τους Τούρκους σε εκστρατεία κατά της
Βλαχίας. Σλάβα, Βουλγάρα, ήταν κι η Ελένη σύζυγος Θεοδώρου Β΄Λάσκαρη.
Ο κ.Μπαμπινιώτης λοιπόν, δε σέβεται
ούτε την υπουργική του ιδιότητα που τον θέλει υπουργό όλων των Ελλήνων και όχι
μόνο των ορθόδοξων πιστών, ούτε την καθηγητική του ιδιότητα που τον θέλει
αμερόληπτο εκφραστή επιστημονικών απόψεων και όχι εθνοθρησκευτικών ιδεοληψιών.
Στο δεύτερο μέρος θα δούμε το διαφωτιστικό ρόλο του κλήρου στην οθωμανική
αυτοκρατορία” και στο τρίτο το ρόλο του στην Επανάσταση, για να δούμε πόση αξία
έχουν τα πτερόεντα έπεα του ελληνοχριστιανού υπουργού.