τεθνάμεναι γὰρ καλὸν ἐνὶ προμάχοισι πεσόντα
ἄνδρ᾽ ἀγαθὸν περὶ ᾗ πατρίδι μαρνάμενον·
τὴν δ᾽ αὐτοῦ προλιπόντα πόλιν καὶ πίονας ἀγροὺς
πτωχεύειν πάντων ἔστ᾽ ἀνιηρότατον,
5 πλαζόμενον σὺν μητρὶ φίλῃ καὶ πατρὶ γέροντι
παισί τε σὺν μικροῖς κουριδίῃ τ᾽ ἀλόχῳ.
ἐχθρὸς μὲν γὰρ τοῖσι μετέσσεται οὕς κεν ἵκηται,
χρησμοσύνῃ τ᾽ εἴκων καὶ στυγερῇ πενίῃ,
αἰσχύνει τε γένος, κατὰ δ᾽ ἀγλαὸν εἶδος ἐλέγχει,
10 πᾶσα δ᾽ ἀτιμίη καὶ κακότης ἕπεται.
†εἶθ᾽ οὕτως ἀνδρός τοι ἀλωμένου οὐδεμί᾽ ὤρη
γίνεται οὔτ᾽ αἰδὼς οὔτ᾽ ὀπίσω γένεος.
θυμῷ γῆς πέρι τῆσδε μαχώμεθα καὶ περὶ παίδων
θνήσκωμεν ψυχέων μηκέτι φειδόμενοι.
Τυρταίος, Απόσπασμα 10, 1-14 West
Για την πατρίδα στην πρώτη γραμμή πολεμώντας να πέσει
σαν παλικάρι κανείς είναι μεγάλη τιμή·1
όμως ν᾽ αφήσει τον τόπο του, πλούσια ν᾽ αφήσει χωράφια
και διακονιάρης να ζει, να ο πιο μεγάλος καημός·
με τη γυναίκα, το γέρο πατέρα, τη δόλια του μάνα 5
και τα μικρά του παιδιά να τριγυρνά δω κι εκεί.
Όπου τον σπρώχνει η ανάγκη και η έρμη του φτώχεια τον φέρει,
όπου να πάει, μισητός θα ᾽ναι στους ντόπιους παντού·
χάνει την κάθε ομορφιά του κορμιού, τη γενιά του ντροπιάζει,
τον ακολουθούν προστυχιές και καταφρόνιες σωρός. 10
Ξεσπιτωμένο φτωχό και την κλήρα που πίσω του αφήνει
δεν τον φροντίζει κανείς κι ούτε κανείς τον ψηφά.
Για τα παιδιά μας λοιπόν ας προσφέρουμ᾽ εμείς τη ζωή μας,
τούτης της χώρας εδώ διαφεντευτές θαρρετοί.
(μετάφραση Θρασύβουλος Σταύρου)
ᾨδὴ Ἕκτη: Αἱ Εὐχαί
στροφὴ πρώτη.
Τῆς θαλάσσης καλήτερα
φουσκωμένα τὰ κύματα
῾νὰ πνίξουν τὴν πατρίδα μου
ὡσὰν ἀπελπισμένην,
ἔρημον βάρκαν. 5
β´.
῾Στὴν στεριάν, ῾ς τὰ νησία
καλήτερα μίαν φλόγα
῾νὰ ἰδῶ παντοῦ χυμένην,
τρώγουσαν πόλεις, δάση,
λαοὺς καὶ ἐλπίδας. 10
γ´.
Καλήτερα, καλήτερα
διασκορπισμένοι οἱ Ἕλληνες
῾νὰ τρέχωσι τὸν κόσμον,
μὲ ἐξαπλωμένην χεῖρα
ψωμοζητοῦντες· 15
δ´.
Παρὰ προστάτας ῾νἄχωμεν.
Μὲ ποτὲ δὲν ἐθάμβωσαν
πλούτη ἢ μεγάλα ὀνόματα,
μὲ ποτὲ δὲν ἐθάμβωσαν
σκήπτρων ἀκτῖνες. 20
ε´.
Ἂν ὁπόταν πεθαίνῃ
πονηρὸς βασιλεὺς
ἔσβυν᾿ ἡ νύκτα ἕν᾿ ἄστρον,
ἤθελον μείνει ὀλίγα
οὐράνια φῶτα. 25
ς´.
Τὸ χέρι ὁποὺ προσφέρετε
ὡς προστασίας σημεῖον
εἰς ξένον ἔθνος, ἔπνιξε
καὶ πνίγει τοὺς λαούς σας,
πάλαι, καὶ ἀκόμα. 30
ζ´.
Πόσοι πατέρες δίδουσιν,
ὄχι ψωμί, φιλήματα
῾ς τὰ πεινασμένα τέκνα τους,
ἐν ᾧ λάμπουν ῾ς τὰ χείλη σας
χρυσὰ ποτήρια! 35
η´.
Ὅταν ὑπὸ τὰ σκῆπτρά σας
νέους λαοὺς καλεῖτε,
νέους ἱδρῶτας θέλετε
ἐσεῖς διὰ ῾νὰ πληρώσητε
πλουσιοπαρόχως, 40
θ´.
Τὰ ξίφη ὁποὺ φυλάγουσι
τὰ τρέμοντα βασίλειά σας,
τὰ ξίφη ὁποὺ τρομάζουσι
τὴν ἀρετήν, καὶ σφάζουσι
τοὺς λειτουργούς της. 45
ι´.
Θέλετε θησαυροὺς
πολλοὺς διὰ ῾ναγοράσητε
κρότους χειρῶν καὶ ἐπαίνους,
καὶ τ᾿ ἄπιστον θυμίαμα
τῆς κολακείας. 50
ια´.
Ἡμεῖς διὰ τὸν σταυρὸν
ἀνδρείως ὑπερμαχόμεθα
καὶ σεῖς ἐβοηθήσατε
κρυφὰ τοὺς πολεμοῦντας
σταυρὸν καὶ ἀλήθειαν. 55
ιβ´.
Διὰ ῾νὰ θεμελιώσητε
τὴν τυραννίαν τιμᾶτε
τὸν σταυρὸν εἰς τὰς πόλεις σας,
καὶ αὐτὸν ἐπολεμήσατε
εἰς τὴν Ἑλλάδα. 60
ιγ´.
Καὶ τώρα εἰς προστασίαν μας
τὰ χέρια σας ἁπλόνετε!
τραβήξετέ τα ὀπίσω·
βλέπει ὁ θεὸς καὶ ἀστράπτει
διὰ τοὺς πανούργους. 65
ιδ´.
Ὅταν τὸ δένδρον νέον
ἐβασάνιζον οἱ ἄνεμοι,
τότε βοήθειαν ἤθελεν,
ἐνδυναμώθη τώρα
φθάνει ἡ ἰσχύς του. 70
ιε´.
Τὸ ξίφος σφίγξατ᾿ Ἕλληνες -
τὰ ὀμμάτιά σας σηκώσατε -
ἰδού - εἰς τους οὐρανοὺς
προστάτης ὁ θεὸς
μόνος σας εἶναι. 75
ις´.
Καὶ ἂν ὁ θεὸς καὶ τ᾿ ἄρματα
μᾶς λείψωσι, καλήτερα
πάλιν ῾νὰ χρεμετήσωσι
῾ς τὸν Κιθαιρῶνα Τούρκων
ἄγριαι φορᾶδες. 80
ιζ´.
Παρά.... Αἴ, ὅσον εἶναι
τυφλὴ καὶ σκληροτέρα
ἡ τυραννίς, τοσοῦτον
ταχυτέρως ἀνοίγονται
σωτήριοι θύραι. 85
ιη´.
Δὲν μὲ θαμβόνει πάθος
κανένα· ἐγὼ τὴν λύραν
κτυπάω, καὶ ὁλόρθος στέκομαι
σιμὰ εἰς τοῦ μνήματός μου
τ᾿ ἀνοικτὸν στόμα. 90
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου