Πολύ συχνά, στους χώρους των ιδεών, εμφανίζονται, χωρίς πάντα να γίνεται αντιληπτό το φαινόμενο, παράλληλες διαδρομές, παρόμοιες αναζητήσεις και συσχετιζόμενες καταγραφές, οι οποίες αν αντιμετωπιστούν ως ενιαίο σύνολο εντός συγκεκριμένου πλαισίου μπορούν να φωτίσουν τα όρια στα οποία κινούνται και εκφράζονται οι συγκεκριμένες ιδέες. Τα όρια αυτά, όχι σπάνια, φαίνονται εντελώς απόμακρα και οι εντός τους περιεχόμενες αποχρώσεις αλληλοαναιρούμενες, ειδικά όταν τα φαινόμενα αντιμετωπίζονται αποσπασματικά, χωρίς φωτισμό των μεταξύ τους σχέσεων, καθιστώντας ακατανόητες τις κοινές συνιστώσες. Υπάρχουν, όμως και περιπτώσεις, όπου ο χρόνος, ο τόπος, η απλά η συγκυρία, συγκλίνουν με αποτέλεσμα οι ουσιαστικές σχέσεις να αναδεικνύονται.
Μια τέτοια περίπτωση, έτσι όπως την βίωσα προσωπικά, είναι αυτή των τριών βιβλίων που θα συζητήσουμε στο παρόν. Ο τόπος η Ελλάδα, ο χρόνος το διάστημα μεταξύ των ετών 2016-2017. Τυχαία συγκυρία πως διανύοντας το τελευταίο έτος του ανοιχτού πανεπιστημίου δεν είχα παρά ελάχιστο χρόνο και διάθεση για εξωσχολικά διαβάσματα οπότε τα τρία βιβλία που μας ενδιαφέρουν και εκδόθηκαν αυτή την περίοδο, ήταν από τα ελάχιστα που κατάφερα να διαβάσω, με αποτέλεσμα να δημιουργείται εξαρχής μια εγγύτητα μεταξύ τους. Εγγύτητα στο πότε τα διάβασα, εγγύτητα στην θέση τους πάνω στο γραφείο, εγγύτητα στα ενδιαφέροντα μου και στην θεματολογία του παρόντος ιστολογίου. Ουσιαστικά, υπάρχει εγγύτητα στα ουσιώδη αίτια της συγγραφής τους και στις διαδρομές που κινούνται, καθώς και τα τρία θα λέγαμε πως ασχολούνται με ιστορικές πτυχές και διαδρομές του ελληνισμού, μιας συγκεκριμένης μάλιστα έκφανσης αυτού. Τελικά, και τα τρία ανήκουν εμμέσως στην ευρύτερη προβληματική περί της ελληνικής ταυτότητας. Σύμφωνα με τα παραπάνω η ταυτόχρονη τους εξέταση μπορεί να μας αποκαλύψει τα όρια στα οποία η προβληματική για την ελληνική ταυτότητα (εντός του συγκεκριμένου πλαισίου που ορίζει η θεματική των βιβλίων) κινείται, καθώς και τις έξω από τον κόσμου του βιβλίου συνεκδηλώσεις και συσχετίσεις της, εφόσον υπάρχει η δυνατότητα εξέτασης τους.
Υπό μια έννοια, λοιπόν, το παρόν θα είναι μια τριπλή βιβλιοπαρουσίαση, στην οποία θα προσπαθήσω να είμαι όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικός, καθώς, καλώς η κακώς τους δύο από τους τρεις συγγραφείς τους γνωρίζω προσωπικά. Η παρουσίαση των βιβλίων θα ακολουθήσει την σειρά με την οποία τα διάβασα και νομίζω πως είναι και η σειρά έκδοσης τους. Μετά θα δούμε που θα μας οδηγήσουν οι συνειρμοί που θα προκύψουν καθώς με την ευκαιρία της κοινής βιβλιοπαρουσίασης θα μας δοθεί η δυνατότητα διαπίστωσης εσώτερων σχέσεων, στον κόσμο των συγκεκριμένων ιδεών, όπως αρχικά αναφέραμε.
Το πρώτο βιβλίο είναι το πιο πρόσφατο έργο του Δρ. φιλοσοφίας του Cambridge
Νικήτα Σινιόσογλου με τίτλο "
Αλλόκοτος Ελληνισμός". Σε αυτό, το πρώτο του νομίζω εκτενές έργο στα ελληνικά, ο συνεχώς κομίζων νέες ιδέες στο αντικείμενο του Σινιόσογλου, ασχολείται με επτά ιδιαίτερες προσωπικότητες του ύστερου μεσαίωνα και της νεότερης ελληνικής ιστορίας που κάτω από το πρίσμα του συγγραφέα αποτελούν αιχμές, "ακμές" σε αυτό που περιγράφει ώς αλλόκοτες, περιθωριακές ιδέες. Οι προσωπικότητες αυτές, οι περισσότερες άγνωστες στο ευρύ κοινό, είναι σε χρονολογική σειρά οι :
Γεμιστός Πλήθων (1355-1452),
Κυριάκος Αγκωνίτης (1391-1452,)
Μάρουλλος Ταρχανιώτης (1453-1500),
Χριστόδουλος Παμπλέκης (1733-1793),
Θεόφιλος Καίρης (1784-1853),
Παναγιώτης Σοφιανόπουλος (1786-1856) και
Κωνσταντίνος Σιμωνίδης (1820-1867).
Το κύριο προσόν του έργου δεν είναι η βιογραφική παρουσίαση των προσώπων αυτών, αλλά η ανάπτυξη μιας συνθετικής εικόνας για τον αλλόκοτο ελληνισμό τους, καθώς και ο φωτισμός των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών που κάνουν τις ιδέες που εξέφρασαν οι προσωπικότητες αυτές, να συνδέονται μεταξύ τους ή να απομακρύνονται από τις άλλες, κυρίαρχες ιδέες της εποχής τους. Από τον προ-ρομαντικό προ-αρχαιολογικό έρωτα των αρχαίων καταλοίπων του Αγκωνίτη, στις ευφάνταστες πλαστογραφήσεις του Σιμωνίδη, ο αναγνώστης ταξιδεύει στους κόσμους των μεθοριακών ιδεών που κατάφεραν και δεν κατάφεραν να διαμορφώσουν τον νέο Ελληνισμό, που σαν σκιά, ακόμα βρίσκονται πίσω από τις διαδικασίες και οσμώσεις, οι οποίες δημιούργησαν το σύγχρονο εννοιολογικό περιεχόμενο του ελληνισμού. Φυσικά, όπως και στα αγγλόφωνα του έργα για την Βυζαντινή περίοδο, ο Σινιόσογλου εστιάζει στις πτυχές εκείνες των ιδεών που ακουμπώντας ή τιθέμενες και οι ίδιες σε επαφή με την κλασική προ-χριστιανική ανόθευτη ελληνικότητα, έρχονται συχνά σε σύγκρουση με τις καθιερωμένες μετέπειτα ιδεολογικές παγιώσεις, με αποτέλεσμα να αποτελούν ακόμα "αιχμές" στα βέλη οποιαδήποτε σύγχρονης αναζήτησης (ιδεολογικής και όχι μόνο) περί Ελληνικότητας. Η γλώσσα του συγγραφέα είναι εξαιρετική και αποτυπώνει με μεγάλη διαύγεια τις σκέψεις και ιδέες του, ένα πραγματικά εξαιρετικό έργο, του οποίου η ανάγνωση με ικανοποίησε αφάνταστα. Μια πολύ ενδιαφέρουσα παρουσίαση του βιβλίου θα βρείτε εξάλλου και
εδώ.
Το πολύ ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια, είναι πως μελέτες σαν και αυτές του Σινιόσογλου, βιβλία για τον Πλήθωνα και το Βυζάντιο, ή για άλλοτε άγνωστες πτυχές και προσωπικότητες της ιστορίας, όπως για παράδειγμα η περίπτωση του Μάρουλλου, διεισδύουν στην νεοελληνική πραγματικότητα με διάφορους τρόπους, ξεφεύγοντας από τις πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες. Ακολουθώντας συχνά περίεργες διαδρομές, καταφέρουν, σαν τις περιθωριακές ιδέες των ηρώων του πρώτου βιβλίου, να εισχωρήσουν σε καθημερινές συζητήσεις, σε διαδικτυακές κόντρες, στις προσωπικές αναζητήσεις περί της νεοελληνικής ταυτότητας διαφόρων ανθρώπων. Συχνά αυτό συμβαίνει μέσω άλλων βιβλίων και άρθρων, απλών ερευνητών και φιλομαθών ανθρώπων που λαμβάνοντας την σκυτάλη εκλαϊκεύουν την γνώση των πρώτων έργων και με την σειρά τους προσθέτουν ένα λιθαράκι στην διευρυμένη καλλιέργεια των σχετικών αναζητήσεων.
Μια τέτοια περίπτωση είναι αυτή του δεύτερου βιβλίου, "
Αγαλματένια Κρίνα" του δημοσιογράφου και συγγραφέα
Μηνά Παπαγεωργίου, ο οποίος είναι από τους συνήθεις υπόπτους, είτε αρθρογραφώντας στον καθημερινό και μηνιαίο τύπο, είτε μέσω των δικών του έργων, στην παραπάνω διαδικασία διάχυσης τέτοιων ιδεών σε ένα ευρύτερο κοινό. Καθώς μάλιστα οι προσωπικές του αναζητήσεις περί της ελληνικής ταυτότητας τα τελευταία χρόνια τον έχουν οδηγήσει σε παρόμοια μονοπάτια, σίγουρα ανιχνεύονται επιρροές από το έργο του Σινιόσογλου, το οποίο αξιοποιεί στις δικές του ιδεολογικές αποτυπώσεις (κάτι που αναγνωρίζεται φυσικά, όπως στην συνέντευξη
εδώ). Μια σχετική συνέντευξη μάλιστα του δεύτερου στον πρώτο μπορείτε να διαβάσετε
εδώ.
Εκεί λοιπόν που ο "Αλλόκοτος Ελληνισμός" παρουσίαζε επτά προσωπικότητες, τα "αγαλματένια κρίνα" μας παρουσιάζουν εννέα - ίσως αλλόκοτες επίσης - ιστορίες, ή καλύτερα ιστορικά στιγμιότυπα και περιπτώσεις, οι οποίες κατά τον συγγραφέα αποτελούν ενδείξεις προχριστιανικών ελληνικών επιβιώσεων στην νεότερη ιστορία. Από τις αναφορές λοιπόν για "εθνικούς" στην Λακωνία του 9ου αιώνα έως στις λαϊκές επιβιώσεις παγανιστικών πρακτικών στην νεότερη Ελλάδα, τα στιγμιότυπα αυτά υπονοούν μια επιβίωση και "αντίσταση" του κλασικού ελληνισμού δια μέσω των αιώνων, μια επιβίωση η οποία στηρίζει και εμπνέει μέχρι σήμερα τις αντίστοιχες νεότερες ιδεολογικές προσπάθειες επανεύρεσης αυτού του "κλασικού", "πραγματικού" ελληνισμού, όπως και αν τον εννοεί ο καθένας που τσαλαβουτάει στις ανεξάντλητες πηγές του προχριστιανικού πολιτισμού μας. Φυσικά αυτό, δηλαδή η ανίχνευση τέτοιων "επιβιωμάτων" είναι κάτι που πολλές φορές, ειδικά στην αρχή της, έκανε προγραμματικώς η επιστήμη της λαογραφίας στην Ελλάδα, θέλοντας να αποδείξει την σύνδεση των νεότερων Έλληνων με τους παλαιούς. Η διαφορά τώρα είναι πως πρωτοκαθεδρία λαμβάνει όχι το ίδιο το επιβίωμα (ή οι επιβιώσαντες) αλλά η ιδεολογική ταυτότητα του επιβιώματος ώς μη χριστιανικό, δηλαδή πολυθεϊστικό. Το άλμα βέβαια από την επιβίωση μιας πρακτικής στην επιβίωση μιας ιδέας, πόσο μάλλον μιας ταυτότητας είναι αρκετά μεγάλο και ορθώς στο έργο κάτι τέτοιο δεν λαμβάνει ρητώς χώρα παρότι υπονοείται. Για παράδειγμα ο συγγραφέας επαναφέρει ανάμεσα στις εννέα περιπτώσεις, αναλύοντας την περισσότερο, μια δική μου αρχική υπόθεση, υπόθεση-εργασίας αν θέλετε, από το παλαίοτερο άρθρο μου "
Διιπόλεια-Βουφόνια και μαγικές περιαρόσεις". Η διαφορά ανάμεσα στα δύο νομίζω πως έγκειται, στο ότι η δική μου εστίαση είχε να κάνει με μια προσπάθεια ερμηνείας της αρχαίας πρακτικής μέσω σύγκρισης με τις νεότερες και όχι απαραίτητα με μια προσπάθεια ανάδειξης επιβιώσεων και συνέχειας, αλλά για αυτά περισσότερα σε λίγο. Το βιβλίο εν τέλει είναι καλογραμμένο, σύντομο και αποτυπωμένο με δημοσιογραφικό στύλ. Έχοντας αυτά τα χαρακτηριστικά είναι ένα πολύ καλό βιβλίο για να φέρει σε επαφή με όλα τα παραπάνω ζητήματα και την συγκεκριμένη θεματολογία τον μέσο Έλληνα "ψαγμένο" αναγνώστη. Στα σύν του έργου, επίσης, η παρουσίαση όλων των πηγών του συγγραφέα, κάτι που δίνει το δικαίωμα, στον επίδοξο νέο αναζητητή της παλαιάς-νέας νεοελληνικής ταυτότητας να ψαχτεί περισσότερο. Αυτό που κατά την γνώμη μου λείπει ή που μάλλον προσωπικά θα ήθελα, χωρίς αυτό να μειώνει την αξία του έργου, καθώς δεν φαίνεται να ήταν στους σκοπούς του συγγραφέα εξ αρχής, μιας και μάλλον θα άλλαζε την μορφή και αναγνωστική στόχευση του βιβλίου, θα ήταν μια μεγαλύτερη κριτική ανάλυση και σύνθεση των αναφερόμενων περιπτώσεων επί τη βάση της ιδεολογικής τους συνοχής, έτσι όπως την αντιλαμβάνεται ο συγγραφέας, μιας και την υπονοεί.
Αφού, όμως αναφερθήκαμε σε επιβιώσεις και συνέχειες ας πάμε να δούμε και το τρίτο έργο και το πώς αυτό σχετίζεται με τα παραπάνω. Πρόκειται για το "
Το μεγαλείο και την απελπισία σου", του Βλάση Ρασσιά που υποτιτλίζεται από τον συγγραφέα ως "Ιστορικό αφήγημα για την μυστική διαδρομή της ελληνικής εθνικής θρησκείας.". Αναγκαστικά, για την κατανόηση του συγκεκριμένου βιβλίου, ακόμα και του υπότιτλου, αλλά και για την περαιτέρω ανάπτυξη της προβληματικής που απασχολεί συχνά πυκνά και το παρόν ιστολόγιο θα χρειαστούν αρκετές διευκρινήσεις, οπότε με την συγκεκριμένη περίπτωση θα ασχοληθούμε εκτενέστερα, πέραν των πραγμάτων που θα λέγαμε ως απλή βιβλιοπαρουσίαση. Μέσω αυτών θα προσδιορίσουμε και το γενικότερο πλαίσιο ιδεών που αναφέραμε, καθώς για παράδειγμα από την μία για το παρόν βιβλίο αλλά και άλλες δραστηριότητες του ο συγγραφέας αντλεί από τα έργα ερευνητών όπως ο Σινιόσογλου και από την άλλη εμπνέει το ενδιαφέρον για έργα όπως του Παπαγεωργίου.
Για όσους ασχολούνται έστω και στο ελάχιστο με το σύγχρονο αρχαιολατρικό κίνημα στην Ελλάδα, ειδικά με το κομμάτι εκείνο που αναφέρεται στην πατρώα θρησκευτική παράδοση το όνομα του Β.Ρασσιά είναι πολύ γνωστό, καθώς εκτός από την συγγραφή αρκετών σχετικών βιβλίων, είναι και ο ιδρυτής και αδιαμφισβήτητος ηγέτης του Υπάτου Συμβουλίου των Ελλήνων Εθνικών. Περισσότερα για τον ίδιο στην πλούσια
προσωπική του σελίδα. Οι πιο ψαγμένοι στον "χώρο" γνωρίζουν επίσης ή έχουν βιώσει, την προσπάθεια ηγεμονίας ή με την αρνητική όψη, καπελώματος, του όλου "χώρου" εκ μέρους του συγγραφέα αρχής γενομένης από το ίδιο το όνομα της προσωπικής του οργάνωσης αλλά και από την όλη τακτική που χρόνια ακολουθεί ο ίδιος προσωπικά αλλά και το ΥΣΕΕ κάτω από την καθοδήγηση του. Αυτό ίσως που θέλει ιδιαίτερη επαφή και παρακολούθηση για να γίνει κατανοητό είναι η σταδιακή, ιδεολογική και τακτική θα λέγαμε, στροφή του συγγραφέα τα τελευταία χρόνια, από την υπεράσπιση μιας "φυσικής", "εθνικής", ανοιχτής πολυθειστικής θρησκείας, στην κατασκευή μιας ιδιόμορφης σεκταριστικής αφήγησης για την συνέχεια του ελληνικού πολυθεϊσμού, που αποσκοπεί προφανώς και κυρίως στην επίτευξη του παραπάνω πατροναρίσματος. Με λίγα λόγιαμ η αφήγηση αυτή που εμφανίστηκε το 2008 και βασίζεται ως έμπνευση και πηγές κατά κύριο λόγο στις εργασίες του ιστορικού
Κων/νου Σάθα, λέει πως μέσω κάποιων μυστικών εταιριών του μεσαίωνα (Πχ. Ολύμπια Αδελφότης), η Ελληνική θρησκεία και μυστικά σχετικά με αυτή (τυπικά τελετών κ.α) επιβίωσε κρυφά από την εποχή του Πλήθωνα και πως μέσω μιας σειράς διαδοχής η οποία καταλήγει στο σημερινό ΥΣΕΕ έφτασε στις ημέρες μας. Αποτέλεσμα των ανωτέρω είναι αφενός το ΥΣΕΕ να υποστηρίζει πως αποτελεί την Μοναδική, πραγματική, αληθινή ή ότι άλλο έκφραση της Ελληνικής θρησκείας και από την άλλη ο ίδιος ο Β.Ρασσιάς να φέρεται ως ο "νόμιμος" κάτοχος και εκπρόσωπος της. Για τα ιδεολογικά προβλήματα μιας τέτοιας αφήγησης έχω αναφερθεί στο παρελθόν (πχ
εδώ) αρκετές φορές οπότε δεν χρειάζεται να επεκταθούμε ας δούμε, όμως, πως σχετίζονται με το βιβλίο.
Το συγκεκριμένο, λοιπόν, βιβλίο, είναι το προαναγγελθέν (όταν αρχικά παρουσιάστηκαν απο τον συγγραφέα οι πρώτες εξιστορήσεις της συγκεκριμένης αφήγησης και ύστερα από τις εύλογες απορίες ή ερωτήσεις αρκετών ανθρώπων για την "απόδειξη" των λεγομένων του ή έστω για παρουσίαση των "πηγών" του, ο ίδιος είχε υποστηρίξει πως η κατεστημένη ιστορική επιστήμη δεν καταγράφει την δράση τέτοιων μυστικών εταιριών και την παράδοση αυτή οπότε στο μέλλον θα παρουσίαζε όλη την ιστορία υπό την μορφή "μυθιστορήματος"), αποκορύφωμα της παραπάνω προσπάθειας και το αποτέλεσμα των συσσωρευτικών μικροαφηγήσεων και κατασκευών που εν συνόλω καταλήγουν στην ολοκληρωμένη εικόνα που σύντομα περιέγραψα, όπως αυτές εμφανίστηκαν από την αρχή δημιουργίας του αφηγήματος μέχρι πριν περίπου ένα χρόνο που αυτό παγιώθηκε στα βασικά του χαρακτηριστικά. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η παρακολούθηση της διαχρονικής διαδιακασίας εμπλουτισμού και κατασκευής του μέσα από τις ομιλίες και αναρτήσεις του συγγραφέα, τις σχετικές ομάδες του FB κτλ αλλά και αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Το συγκεκριμένο βιβλίο, λοιπόν, μπορεί να εξεταστεί με δύο διαφορετικούς τρόπους. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω διαδικασιών και ως εργαλείο των σκοπών του συγγραφέα του και ώς λογοτεχνικό έργο, μυθιστόρημα ή αφήγημα. Το πρόβλημα είναι πως είναι τόσο αλληλένδετα τα παραπάνω που ουσιαστικά ο οιοσδήποτε έχει την παραπαμικρή επαφή με το αντικείμενο δεν μπορεί να τα ξεχωρίσει και τόσο εύκολα. Η ίδια η δομή του βιβλίου βέβαια ενισχύει αυτό το πρόβλημα καθώς το μισό βιβλίο αποτελείται από κατά κύριο λόγο αυτοτελείς αφηγήσεις στιγμιοτύπων του παρελθόντος που αναδεικνύουν την δράση προσωπικοτήτων (υπαρκτές οι περισσότερες) οι οποίες συσχετίζονται με την συνέχεια της ελληνικής θρησκείας (παρουσιαζόμενες έτσι στο βιβλίο) και το άλλο μισό με την αφήγηση μιας σύγχρονης ιστορίας που περιλαμβάνει τον ίδιο τον συγγραφέα και εξαντλείται στο πώς η μυστικη εταιρία ήρθε σε επαφή μαζί του, το αναγνώρισε ως εκλεκτό και του παραδόθηκε η παραπάνω γνώση. Το κομμάτι αυτό, δηλαδή το μισό βιβλίο είναι μια εντελώς παιδική αυτοαναφορική προσπάθεια ανάδειξης της νομιμότητας των επιδιώξεων του συγγραφέα και κυκλικής "απόδειξης" του συνολικού του αφηγήματος που δεν έχει καμία λογοτεχνική αξία να σταθούμε. Για παράδειγμα ο συγγραφέας σε αυτό το κομμάτι (που αναπτύσσεται εναλλάξ με τις ιστορικές αφηγήσεις) της υποτιθέμενης συνάντησης του με κάποιον άγνωστο της μυστικής αυτής εταιρίας αρχές των 90s στο Θησείο πολλές φορές αναφέρει πράγματα, μόνο και μόνο για να εμφανίσει μετέπειτα αποκτηθείσα γνώση ή κατασκευασμένη ιστορία ώς υπαρκτή από τότε δηλαδή να δώσει βάθος στο αφήγημα του. Πχ αναφέρονται στον διάλογο τους στον Μάρουλλο (βλ. παραπάνω Σινιόσογλου) τον οποίο ουδέποτε ο συγγραφέας ανέφερε στην πληθώρα των δημοσιεύσεων και ομιλιών του (όπως και τους στρατιότι και ένα σωρό άλλα βασικά συστατικά του αφηγήματος) μέχρι και πολύ πιο πρόσφατα - αντίστοιχως, μόλις προ μηνός διαπίστωσα πχ πως στο αφήγημα πιθανώς να προστεθεί μελλοντικά και άλλο ένα "στοιχείο", η περίπτωση της "ελληνούπολης" για την οποία είχα γράψει
άρθρο το 2013, αφού ο συγγραφέας έκανε σχετική
ομιλία ) - μετά το 2008 (οπότε και χτίζεται η επαφή με το έργο του Σάθα κτλ) και o Μάρουλλος είναι ήδη αντικείμενο
ξένων μονογραφιών, άρθρο σε
εφημερίδες ή σε εγχώριες
επιστημονικές δημοσιεύσεις. Το γιατί το
Διιπετές πχ δεν θα μπορούσε να έχει βγάλει την "εθνική" ιστορία του Μάρουλου από το 1991 που την "ήξερε" και συζήταγε με το μέλος της αδελφότητας ο Ρασσιάς μέχρι το 2012-2013 που ανέβασε τον ύμνο στον Ήλιο) είναι κάτι που μας διαφεύγει (αν και γι' αυτό μπορεί μελλοντικά να υπάρξει ένα επεξηγηματικό "ιστορικό αφήγημα").
Στο έτερο κομμάτι τώρα των ιστορικών αφηγήσεων, ο συγγραφέας κάνει προσπάθεια να μας βάλει στο κλίμα της εποχής και των στιγμιοτύπων που παρουσιάζει και εδώ γίνεται εκτεταμένη χρήση λογοτεχνικών πηγών, προσπάθεια αναπαράστασης της γλώσσας και του ύφους της κάθε εποχής κτλ πράγμα που αν γινόταν με καλύτερο τρόπο θα μπορούσε να είναι επιτυχημένο. Δυστυχώς και μιλώντας λογοτεχνικά, το βιβλίο, ιδιαίτερα συγκεκριμένα σημεία ενώ κάποια άλλα οριακά είναι αποδεκτά, πάσχει ποικιλοτρόπως, από την επανάληψη μέχρι και την κακή διατύπωση, σαν να έχει γραφτεί στο πόδι, κάτι που μου έκανε εντύπωση καθώς και ο χρόνος υπήρχε (από την προαναγγελία) ώστε να γίνει προσεγμένη επιμέλεια, αλλά και τις εκφραστικές δυνατότητες αποδεδειγμένα κατέχει ο συγγραφέας. Το συνολικό αποτέλεσμα προσωπικά κρίνεται απογοητευτικό. Από την μία το κόστος της αυτοαναφορικότητας και καταστατικής δημιουργίας του (μισές από τις ελάχιστες 100 σελ σύνολο ) και από την άλλη το ιστορικό αφήγημα που δεν στέκεται αυτοτελώς στο ύψος του. Προσπαθώντας να είμαι αντικειμενικός (υπό την έννοια πως οι θρησκευτικές και ιδεολογικές προεκτάσεις των πρακτικών του συγγραφέα με βρίσκουν αντίθετο ) θα μπορούσα σε κάθε άλλη περίπτωση να δω το βιβλίο - αν ήταν μυθιστόρημα- ίσως σαν το εξαιρετικό Λάλον ύδωρ του Ασωνίτη, ή έστω σαν την ευχάριστη "μεσσιανική αυτοκρατορία" του Ρωμοσιού, αλλά δυστυχώς δεν καταφέρνει, ενώ κάλλιστα θα μπορούσε σαν ιδέα, να είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Καθώς στερείται βάθους στην ιστορία που αφηγείται (το μόνο "δέσιμο" σε ένα υποτιθέμενο όλο των ξεχωριστών αφηγήσεων-στιγμιοτύπων- είναι η συνάντηση στο Θησείο και η παράδοση των παραδεδομένων στον συγγραφέα) και δεν αναδεικνύει κανένα προτέρημα από αυτά που θα μπορούσε ως λογοτεχνία. Θα μπορούσε για παράδειγμα να είναι ένα αφήγημα ιδεολογικού ντοπάρισματος που να πωρώνει τους hardcore εγχώριους παγανιστές ή ένα μυθιστόρημα που να εμπνέει τους τρίτους που έρχονται σε επαφή μαζί του, η ένα αφήγημα με στοιχεία μυστηρίου, θρίλερ και suspense αλλά Dan Brown κτλ αλλά δυστυχώς δεν...
Αυτό που μένει - αξία την οποία μοιράζεται με τα προηγούμενα έργα που παρουσιάσαμε - είναι νομίζω η ώθηση των ενδιαφερομένων στην μελέτη και αναζήτηση αυτών των πτυχών της ιστορίας ή των προσωπικοτήτων που παρουσιάζονται. Eίτε πρόκειται για την αρκετά διαφορετική παρουσίαση, σε σχέση με την "καθεστωτική" ιστορία, περιπτώσεων όπως του Ιάκωβου Βασιλικού είτε την όντως ενδιαφέρουσα περίπτωση του Τραχανιώτη, είτε την ανύπαρκτη ιστορικώς, μη καταγραμμένη περίπτωση κάποιων άλλων, η κατανόηση/μάθημα είναι πως η ιστορία και τα αφηγήματα της δεν πρέπει να αναλίσκονται στην ιδεολογική ή παρόμοια μόνο χρήση, αλλά να εμπλουτίζονται και με άλλες, ουσιαστικές για την θετική απόκριση έναντι τους, αρετές. Εξάλλου ο συγκεκριμένος χώρος ενδείκνυται για αναζητήσεις και όχι αποκαλύψεις. Το άλλο που μας ενδιαφέρει, κάτι που ίσως στο μέλλον αποτελέσει αυτοτελές αντικείμενο έρευνας για μελετητές, είναι από την μία οι διαδρομές που ακολουθούν οι αναζητήσεις περί της Ελληνικής ταυτότητας και από την άλλη οι ιδεολογικές χρήσεις των όποιων ευρημάτων και απόψεων καθώς αυτές είναι που εν τέλει διαμορφώνουν δυναμικά και διαδραστικά τις μελλοντικές επαφές μεταξύ πρωτοπόρων μελετητών, εκλαϊκευτών, ή καθοδηγητών και του ψαγμένου η και άσχετου κοινού που γίνεται αποδέκτης τους με ποικίλους τρόπους.