Στου κάτω κόσμου τις ακτές και τ’ άραχλα τα δάση
Υπάρχει τόπος τρομερός ουδείς τον πλησιάζει
Πέρα από την Κυπάρισσο και την πηγή της λήθης
Τον βρέχει ο μαύρος Κωκυτός με δάκρυα της θλίψης
Υπάρχει τόπος τρομερός ουδείς τον πλησιάζει
Πέρα από την Κυπάρισσο και την πηγή της λήθης
Τον βρέχει ο μαύρος Κωκυτός με δάκρυα της θλίψης
Σαν Κήρες καταλήγουνε οι βίαια κει φερμένοι
Αυτοί που κόψαν μοναχοί το νήμα με το χέρι
Ανίσχυροι να αμυνθούν κρυφού εχθρού ο στόχος
Δεν φώναξαν, δεν τ’ άπλωσαν αμοίραστος ο πόνος
Μόνοι τους επροτίμησαν πριν γύρει το κεφάλι
Τις μαύρες πύλες να διαβούν σε όχθη ξένη άλλη
Μόνιμα περιμένουνε και στήνουνε καρτέρι
Χοντρη γαστερα να φανεί γεμάτη σαν πανέρι
Απάνω πέφτουν σαν βροχή, ξεσκίζουνε και τρώνε
Αφήνουν μόνο κόκκαλα ασπρα στεγνά που καίνε
Σαν βότσαλα στις αμμουδιές τ’ Αχέροντα στο δείλι
Κι ανάκατα όπως τα πετούν κανείς δεν ξεχωρίζει
Πως κάποτε ανήκανε στ’ ανθρώπινο κοπάδι
Που βόσκαγε ανέμελο ξεχνώντας πως στον Αδη
Όμοια κι απαράλλακτα όλα μαζί γυαλίζουν
Χάντρες στο περιδέραιο Ευρύνομων π’ ορίζουν
Πως όλοι απογυμνώνονται σαν φτάσουν εκεί κάτω
Είχαν πολλά, πήραν πολλά, δεν μένουν δεν γυρίζουν
Κι ο πιο γυμνός κ’ ο πιο ντυτός το ίδιο θα κρυώνουν
Χωρίς ψυχές ατσάλινες και πύρινες δεν σώνουν
Υπάρχουν και καποιές στιγμές στου φεγγαριού την χάση
ή στων ανθέων τις γιορτές το πέπλο όταν χαράσσει
που οι κραυγές τους φεύγουνε απ’ τη σιωπή του Άδη
Και γλώσσες στρίγκιες σουβλερές παγώνουν σαν χαλάζι
Το αίμα μές τις φλέβες σου στου δαίμονα τ’ αλώνια
Που πάντα κοσκινίζουνε των έργων σου τα ξόδια
Και τότες ψιθυρίζουνε «μα άκου, είναι κρίμα!
Που ήσουνα, τι έκανες, για τ’ άδικου το θύμα;»
Η (σι ελάσσονα) κλίμακα ενδέχεται να αλλάξει οι κραυγές όχι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου